Καλή κίνηση η ενίσχυση του ρόλου της Γαλλικής Total στην Κυπριακή ΑΟΖ

Καλή κίνηση η ενίσχυση του ρόλου της Γαλλικής Total στην Κυπριακή ΑΟΖ


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η πρόσφατη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Κύπρου να ενισχύσει τον ρόλο της Γαλλικής Total και τη συμμαχία Total και ΕΝΙ στην Κυπριακή ΑΟΖ, με την παραχώρηση του οικοπέδου 7 και με την αναδιάρθρωση των μεριδίων στα παραχωρηθέντα στην Ιταλική ΕΝΙ οικόπεδα, είναι σωστή κίνηση, που ενισχύσει τη θέση της Κύπρου.

Ήδη η Άγκυρα εκτοξεύει απειλές ότι δεν θα επιτρέψει να θιγούν τα δήθεν «δικαιώματά» της στο οικόπεδο κυρίως 7, μέρος του οποίου συμπεριλαμβάνει στη «Γαλάζια πατρίδα» ως δήθεν δική της υφαλοκρηπίδα, με βάση τη γνωστή θεωρία της ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να απειλεί ότι θα εμποδίσει, διά των όπλων, εάν χρειασθεί, την Total να προβεί σε έρευνες και γεωτρήσεις στο οικόπεδο 7.

Η Γαλλία είναι μια χώρα με την οποία συγκλίνουν τα συμφέροντα της Κύπρου και της Ελλάδος και με την οποία θα πρέπει να ενισχυθούν οι σχέσεις σε όλους τους τομείς. Η αποχώρησή της από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966 άφησε ένα κενό στην Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο ενίσχυσε τον ρόλο της Τουρκίας. Η επάνοδός της στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που διαδραματίζει στην αμυντική Ευρωπαϊκή διάσταση τη φέρνουν στην πρώτη γραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η τελευταία αναδεικνύεται σήμερα όχι μόνον ως υψηλής σημασίας στρατηγικός χώρος, σε σχέση με τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και τον α­νταγωνισμό των υπερδυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα και ως ένας νέος και πολλά υποσχόμενος ενεργειακός χώρος.

Η Γαλλία είχε πρωτοπορήσει στην κάλυψη ενός μεγάλου μέρους των ενεργειακών ανα­γκών της με την πυρηνική ενέργεια. Η πολιτική αυτή βρίσκεται σε υποχώρηση, γενικά στην Ευρώπη και στον Ευρωπαϊκό Ενεργειακό σχεδιασμό. Τα πολύ σημαντικά ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου μπορούν να καταστούν μια πολύ σημαντική πηγή ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης.

Η Total αντιπροσωπεύει ζωτικά ενεργειακά και γεωπολιτικά συμφέροντα της Γαλλίας και η τελευταία έχει την ισχύ και τη βούληση να τα υπερασπίσει. Η Κύπρος, αβύθιστο αεροπλανοφόρο, στ’ ανοικτά της Μέσης Ανατολής, έχει τεράστια στρατηγική σημασία και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στήριγμα για τη Γαλλική παρουσία στην περιοχή, πέραν της εκμεταλλεύσεως των ενεργειακών αποθεμάτων.

Δεν είναι τυχαίο που η Άγκυρα δίδει προτεραιότητα στην Κυπριακή ΑΟΖ. Πιστεύει ότι με το έρεισμα της κατοχής που έχει στη βόρεια Κύπρο και με την αεροναυτική ισχύ που μερίμνησε να αναπτύξει, ενώ η Ελληνική πλευρά, στην Ελλάδα και την Κύπρο, παρέμεινε καθηλωμένη στην αδράνεια, μπορεί να εκβιάσει την «ισότιμη συμμετοχή» των Τουρκοκυπρίων στη διαχείριση του φυσικού αερίου της ελεύθερης Κύπρου και η ίδια να αρπάξει, ως δήθεν δική της, την ΑΟΖ της Κύπρου, που βρίσκεται εκτός των χωρικών της υδάτων.

Ενδεχόμενη επιτυχία της στην Κύπρο, με την de facto επιβολή της θεωρίας της ότι δήθεν τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, θα άνοιγε τον δρόμο για μεγαλεπήβολες βλέψεις της Άγκυρας προς την κατεύθυνση ακόμη της Λιβύης, όπου υπάρχουν τεράστια ενεργειακά αποθέματα. Η Λιβύη είναι επίσης μια χώρα με πολύ μεγάλη στρατηγική σημασία, στο κέντρο της Μεσογείου και στο πλευρό της Αιγύπτου του στρατάρχη Αλ Σίσι.

Η Άγκυρα επιδίδεται ήδη σε ένα παράτολμο παιχνίδι στη Λιβύη, υποστηρίζοντας, με όπλα και προσωπικό, τους Ισλαμιστές της Τριπόλεως του Σάρατζ στη Δυτική Λιβύη. Αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό είναι η εμπλοκή της Άγκυρας σε Ισλαμιστικά κινήματα, με αφετηρία τη Λιβύη, και στη μαύρη Αφρική. Η Γαλλία βρίσκει μπροστά της τον Τουρκικό ανταγωνισμό και σε περιοχές πολύ πιο πέρα από την Ανατολική Μεσόγειο.

Τα αδύνατα σημεία της Ελληνικής πλευράς, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, που δημιουργούν μεγάλους κινδύνους, είναι, πρώτον, η αντιφατική πολιτική στο Κυπριακό και, δεύτερον, η μακρόχρονη αδράνεια στον αμυ­ντικό τομέα. Για την Ελλάδα πρέπει να προστεθεί στους δύο πρώτους παράγοντες και ένας τρίτος: Η οικονομική καταστροφή που έχει υποστεί και οι ισχνές ακόμη προοπτικές για επανάκαμψη και ανάπτυξη.

Η αντιφατική πολιτική στο Κυπριακό συνίσταται στον εγκλωβισμό σε μια αδιέξοδη και χρεωκοπημένη πολιτική διακοινοτικών δήθεν συνομιλιών, που η λογική τους οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το τελευταίο οχυρό που προστατεύει την ασφάλεια του Κυπριακού Ελληνισμού. Εάν επρόκειτο οι συνομιλίες αυτές να οδηγήσουν σε μια λογική, ισορροπημένη και βιώσιμη λύση, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η Ελληνική πλευρά όμως έχει ήδη δημιουργήσει, με τις παραχωρήσεις της, ένα διπλωματικό κεκτημένο που προεικονίζει το είδος της «λύσεως» που θα προέκυπτε από τέτοιες συνομιλίες και τέτοια πολιτική.

Η Άγκυρα επιδιώκει να επιβάλει στην Κύπρο μια «λύση» δύο «ίσων» μερών, με υποδούλωση της Ελληνικής πλειοψηφίας στην Τουρκοκυπριακή μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα αυτοκαταλυόταν, σε μια τέτοια περίπτωση, για να αντικατασταθεί από ένα μόρφωμα που δεν θα είχε καμιά πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Η πολιτική αυτή είναι αυτοκαταστροφική και αντιφάσκει τόσο με την ενεργειακή πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Κύπρος, όσο και με την πολιτική των περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών. Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι είναι καλύτερο να παραμείνεις στο status quo, παρά να δεχθείς μια κακή λύση, που θα έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα και χωρίς δυνατότητα επανορθώσεως εκ των υστέρων.

Η δεύτερη αδυναμία για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι η αδράνεια και η απροετοιμασία ενώπιον του κινδύνου. Η Τουρκική πλευρά δεν αποκρύπτει ούτε τις βλέψεις της ούτε τους σχεδιασμούς της. Αναπτύσσει από χρόνια μια τεράστια στρατιωτική μηχανή, με στόχο να υπαγορεύσει λύσεις ή να δημιουργήσει de facto καταστάσεις, από θέση ισχύος. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα και η Κύπρος να αδρανούν και να αφήνουν την Ελληνική πλευρά σε μειονεκτική θέση.

Η Ελλάδα προβάλλει σήμερα ως άλλοθι την οικονομική κρίση. Η καθήλωση των εξοπλισμών προηγείται της κρίσεως. Ακόμη όμως και σήμερα, υπό συνθήκες κρίσεως, δεν είναι μόνο αυτή που ευθύνεται για την απραξία. Είναι επίσης οι ιδεοληψίες, η άγνοια κινδύνου, που είναι ανεπίτρεπτη για μια πολιτική ηγεσία, είναι η χαμηλή προτεραιότητα της άμυνας έναντι άλλων δαπανών, που είναι πιο επικερδείς στο πολιτικό χρηματιστήριο.

Είναι, τέλος, το έλλειμμα που υπάρχει στην πολιτική ηγεσία της χώρας, ανεξαρτήτως κομμάτων, γεωπολιτικής και στρατηγικής σκέψεως. Η Ελλάδα και η Κύπρος, ο Ελληνικός εθνικός χώρος, κατέχει μια δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια στρατηγική. Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας πρέπει να έχει συνείδηση του γεγονότος αυτού και να πολιτεύεται αναλόγως.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση αλλά και άλλα θέματα που διασπούν την εθνική της συνοχή και υπονομεύουν την εθνική της αυτοπεποίθηση πρέπει να αντιμετωπισθούν, μέσα σε λογικό χρόνο, για να προληφθούν αμετάτρεπτες εξελίξεις, που δεν θα αφήνουν εύκολη διέξοδο. Το πώς και από ποιους θα γίνει είναι το πολιτικό πρόβλημα της χώρας.


Σχολιάστε εδώ