Το κορίτσι του Αλεσάντρο

Το κορίτσι του Αλεσάντρο

Συγγραφέας
Τίτσα Πιπίνου


Ιταλική κατοχή Δωδεκανήσων, 1937.

Τη διοίκηση αναλαμβάνει ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, ο σκληρότερος από την τετρανδρία του φασισμού στην Ιταλία. Η δεκαεπτάχρονη Άννα φεύγει απ’ το μικρό νησί της για τη Ρόδο, με σκοπό να δουλέψει δίπλα στη διάσημη Φραγκολεβαντίνα μοδίστρα της εποχής, τη μαντάμ Φλώρα. Θέλει με κάθε τρόπο να απαλλαγεί από τα δεσμά του τόπου της, την αυστηρή επιτήρηση της γιαγιάς της και τη μοίρα που την περιμένει.
Η ανάδειξη της Άννας ως καλύτερης μοδίστρας στα πιο ακριβά σαλόνια θα επισκιαστεί από τον παράνομο έρωτά της με τον Ιταλό μηχανικό Αλεσάντρο Κιοράντο. Μετά τη σύλληψη του Αλεσάντρο, η Άννα βιώνει την ταπείνωση από την τοπική κοινωνία και οδηγείται σ’ έναν συμβατικό γάμο. Στα χρόνια που περνούν τον θεωρεί νεκρό, όμως η μοίρα έχει άλλα σχέδια…
Η βαθιά τους αγάπη θα ξεχαστεί από όλους αλλά ποτέ από τους ίδιους.

Απόσπασμα βιβλίου 

Ταξιδεύοντας με το «Σαν Τζιόρτζιο»

Οκτώβρης 1936

Όταν η Άννα, εγκαταλείποντας τη βάρκα που μετέφερε τους λιγοστούς επιβάτες, πάτησε το πόδι της στα φαγωμένα από την αρμύρα ξύλινα σκαλιά του «Σαν Τζιόρτζιο», ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που πατούσε σε ατμόπλοιο.
Το κλάσμα δευτερολέπτου που έμεινε το πόδι της μετέωρο στον αέρα ένιωσε τέτοια έξαψη, που παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Ένας μούτσος τής πήρε τότε τη βαλίτσα απ’ το χέρι και τη βοήθησε να κρατηθεί από τα λερωμένα με γράσο σχοινιά, που σε άλλη περίπτωση θα σιχαινόταν να αγγίξει, αλλά τώρα τα γράπωσε με αδημονία, λες και η ζωή της κρεμόταν απ’ αυτά τα ρυπαρά σχοινιά.
Το «Σαν Τζιόρτζιο» το ’βλεπε κάθε φορά να αράζει αρόδο και βάρκες με επιβάτες κι εμπορεύματα να πηγαινοέρχονται από την προκυμαία. Ονειρευόταν, απ’ όσο θυμόταν τον εαυτό της, να βρισκόταν ανάμεσά τους, να φύγει μακριά από το νησί και τον ασφυκτικό κλοιό που τον αισθανόταν συχνά σαν βρόχο στον λαιμό, τόσο που η προοπτική να μείνει κολλημένη εκεί όλη της τη ζωή τής έκοβε την αναπνοή. Δεν ήξερε αν θα ερχόταν ποτέ αυτή η μέρα· και να που τώρα πατούσε ανυπόμονα το πρώτο ξύλινο σκαλοπάτι της αιωρούμενης πάνω απ’ το νερό καραβίσιας σκάλας.
Η Άννα, δεκαεπτά χρονών, ταξίδευε για πρώτη φορά. Οι βόλτες με τη βάρκα δεν υπολογίζονται – με τις βάρκες δεν μπορούσες να πας μακρύτερα από λίγες εκατοντάδες μέτρα απ’ τις ακτές. Αυτές οι θαλάσσιες αποδράσεις δεν λογαριάζονταν παραπάνω από το σχοινί που κρατούσε τα άτακτα αγόρια δεμένα στον κορμό ενός δέντρου στην αυλή του σπιτιού τους, για να μην το σκάσουν μακριά από την επιτήρηση της μάνας τους.
Δεν ήταν εύκολα χρόνια για ταξίδια, για αναψυχή ούτε λόγος, μόνο όσοι μετανάστευαν ταξίδευαν κι οι περισσότεροι έριχναν μαύρη πέτρα πίσω τους. Πολλοί έκαναν τόσα χρόνια να επιστρέψουν, που τα παιδιά τους δεν τους αναγνώριζαν. Και πώς θα μπορούσαν, αφού ούτε με τις καδραρισμένες φωτογραφίες του γάμου τους έμοιαζαν, αυτές όπου στέκονταν αφύσικα άκαμπτοι κι αγέλαστοι προτού τους τσακίσει ο χρόνος, αλλά ούτε και μ’ εκείνες που έστελναν απ’ την ξενιτιά, τις επιχρωματισμένες στο χέρι, είχαν καμία σχέση. Οι άνδρες της φωτογραφίας με τα άνετα ριγωτά κοστούμια και τα σκληρά κολάρα να τους σφίγγουν τον λαιμό, ακουμπισμένοι ανέμελα σε κάποιο ξένο αυτοκίνητο, με μια πολυάσχολη λεωφόρο ν’ ανοίγεται πίσω τους, ή στο φρεσκοβαμμένο κιγκλίδωμα ενός μεγάλου σπιτιού, που έκαναν αυτούς που λάμβαναν τις φωτογραφίες να φαντάζονται διάφορα και να τις δείχνουν με κρυφό καμάρι σ’ όλους, λίγο έφερναν στους άνδρες με το τσακισμένο πρόσωπο και τη γερτή ράχη που εμφανίζονταν μια μέρα ύστερα από χρόνια δουλειάς, για πέντε δολάρια το δωδεκάωρο στις σκοτεινές στοές των ανθρακωρυχείων, φλομώνοντας τα πνευμόνια τους με καρβουνόσκονη.
Και τότε καταλάβαιναν ότι εκείνες οι φωτογραφίες
δεν ήταν παρά μια καλοστημένη ψευδαίσθηση, μια χίμαιρα για να ξεγελάσουν την αποτυχία και την παρατεινόμενη φτώχεια τους. Όλα ήταν μια πλάνη, μόνο και μόνο για να θρέψει ελπίδες, όπως η φωτογραφία την οποία έστειλε κάποιος, που τον έδειχνε με μια σκούπα να σκουπίζει δολάρια σ’ ένα τσίγκινο φαράσι στη μέση του δρόμου! Η φήμη κυκλοφόρησε σαν αστραπή στο νησί, ότι στην Αμερική σκουπίζεις τα δολάρια στους δρόμους, μέχρι να αποκαλυφθεί πως ήταν μια χούφτα μονοδόλαρα που ο ίδιος έριξε στον δρόμο, ώστε να φωτογραφηθεί για τη μάνα του που τον παρότρυνε να ξενιτευτεί δελεάζοντάς τον με τέτοια λόγια. Πολύ λίγα πράγματα είχαν αλλάξει γι’ αυτούς σε κείνες τις αφιλόξενες πολιτείες. Το περίφημο αμερικάνικο όνειρο αποδείχτηκε ένα ανελέητο χωνευτήρι που τους συνέθλιψε αλύπητα, όπως και κάθε άλλη φυλή που έφτασε εκεί από κάθε σημείο του ορίζοντα αναζητώντας την καλή της τύχη. Ούτε καν τη γλώσσα δεν κατάφεραν να μάθουν, αφού δεν είχαν καμία διάθεση να κάνουν πατρίδα τους την ξένη χώρα, ούτε και χρόνο για ξόδεμα, παρά κουτσά στραβά όσα ήταν απαραίτητα για να βρίσκουν δουλειές στις καινούργιες γραμμές των τρένων που η αμερικάνικη κυβέρνηση έστρωνε καταμεσής της ερήμου εκείνο τον καιρό, στα ορυχεία ή στα εστιατόρια συμπατριωτών τους που στάθηκαν πιο τυχεροί. Το κοστούμι της φωτογραφίας ίσως να ήταν και το μοναδικό που κατάφεραν στα τόσα χρόνια δουλειάς να αγοράσουν δεύτερο ή τρίτο χέρι απ’ το εβραίικο μαγαζί της γειτονιάς για τις σπάνιες φορές που η χοντροκομμένη, κατσιασμένη φόρμα της δουλειάς δεν τους ήταν απαραίτητη, ούτε η φωτογραφία μπορούσε να αποκαλύψει τη γυαλάδα του υφάσματος στους αγκώνες, στον πισινό και στη ράχη…

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η Τίτσα Πιπίνου γεννήθηκε στη Ρόδο, όπου ζει μέχρι σήμερα. Για ένα διάστημα έμεινε στην Αγγλία και παρακολούθησε μαθήματα γλώσσας.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994 με το βιβλίο Γυναίκα της σκιάς.
Συνολικά έχει γράψει εννιά μυθιστορήματα, ένα δοκίμιο και ένα βιβλίο για παιδιά.
Διηγήματα και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, λογοτεχνικά ημερολόγια και στον Τύπο.
Διατηρεί εδώ και χρόνια ραδιοφωνική εκπομπή για το βιβλίο.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Κοινωνικό
ISBN: 978-960-461-963-4

 


Σχολιάστε εδώ