Ν. Γ. Χαριτάκης: «Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»

Ν. Γ. Χαριτάκης: «Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ


Οφείλω να ομολογήσω ότι έκανα λάθος. Επιχειρηματολόγησα, στα τελευταία τρία κείμενα, ότι το Eurogroup δεν θα ενέκρινε τον προϋπολογισμό του 2019. Θεώρησα ότι οι συμφωνίες τηρούνται στην ΕΕ. Θεώρησα ότι σε περίπτωση που η μία πλευρά δεν ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες, η άλλη δεν θα το επιτρέψει.

Θεώρησα ότι στην Ευρωζώνη η συνετή δημοσιονομική πολιτική συνεπάγεται να αναλαμβάνουν όλες οι πλευρές τους κινδύνους που τους αναλογούν. Σε γενικές γραμμές θεώρησα ότι μονομερείς ενέργειες και «πολιτικές λύσεις» στη δημοσιονομική πολιτική μετά την κρίση έχουν παραμεριστεί, με αντιστάθμισμα τη νομισματική σταθερότητα.

Ως βάση της επιχειρηματολογίας είχα την έκθεση της Επιτροπής για την ενισχυμένη εποπτεία. Εκεί που περιγράφονται με μεγάλη σοβαρότητα οι προϋποθέσεις, ώστε το δημόσιο χρέος της χώρας να είναι βιώσιμο, σύμφωνα με τις ελαφρύνσεις του Ιουνίου του 2018. Εκεί που εξηγείται πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που τα επιτόκια δανεισμού της χώρας παραμένουν αμετάβλητα μέχρι το 2032 στα εξωπραγματικά χαμηλά του 1,73%, που είναι σήμερα. Εκεί που αναγκαία προϋπόθεση είναι να τηρηθούν και από τις δύο πλευρές τα συμφωνηθέντα. Ήταν η ανάλυση που εξηγούσε γιατί μια υπεύθυνη κυβέρνηση θα όφειλε να δεσμευτεί στη λογική του τύπου «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί ώστε να μη βγούμε ως χώρα στις αγορές για τουλάχιστον μία δεκαετία».

Η θέση του Eurogroup ήταν απογοητευτική. Ουσιαστικά ήταν επανάληψη της λογικής Σόιμπλε του 2015. Σας έχουμε δώσει ένα ποσό, υπό τη μορφή «μαξιλαριού», ώστε κατά προτεραιότητα να αποπληρώνετε το κεφάλαιο των θεσμικών πιστωτών (ΕΚΤ ΔΝΤ κ.ά.). Αν δεν μπορείτε να βρείτε χρηματοδότηση από την αγορά για να εξυπηρετήσετε τις μη δανειακές σας δαπάνες (π.χ. προεκλογικές παροχές και αναδιανομή πόρων για ανάπτυξη), πρόβλημά σας. Όταν τελειώσουν οι πιστώσεις, επιστρέφετε στην προπτωχευτική διαδικασία. Λίγο σκληρό, αλλά αυτή είναι η πραγματική εικόνα των αριθμών της έκθεσης.

Είναι λάθος να αξιολογήσουμε την «πολιτική λύση» του Eurogroup. Πολλοί πολιτικολογούντες ερμηνεύουν τις εξελίξεις μέσα από τον φακό της Συμφωνίας των Πρεσπών ή ως πολιτική στήριξη της κυβέρνησης από την ΕΕ, έναντι της συμπεριφοράς της στη μνημονιακή της διακυβέρνηση. Η ουσία όμως βρίσκεται στην επικείμενη έγκριση του προϋπολογισμού από τη Βουλή. Το κυρίαρχο επιχείρημα έχει να κάνει με την έγκριση ή μη μιας πολιτικής υψηλών φορολογικών βαρών και υψηλών μεταβιβαστικών πληρωμών, με περιορισμό στον στόχο της οικονομικής ανάπτυξης και τη βιωσιμότητα του χρέους. Είναι η πολιτική που θέλει να εισπράττει η κυβέρνηση τα προβλεπόμενα στον προϋπολογισμό και στην συνέχεια να τα ξοδεύει έτσι ώστε, μέσω της αναδιανομής, να δημιουργεί ανάπτυξη.

Αντιμέτωπη με αυτήν την πολιτική, η υπεύθυνη αντιπολίτευση έχει να ξεπεράσει δύο διλήμματα.

Το πρώτο συνδέεται με τη λογική της αντίθεσης σε έναν προϋπολογισμό που καταγράφει και φιλοδοξεί να διαθέσει ένα πλήθος προεκλογικών παροχών. Ανεξάρτητα του πότε θα γίνουν ή αν ποτέ υλοποιηθούν οι συγκεκριμένες παροχές, ανεξάρτητα από το αν θα εισπραχθούν ή όχι τα έσοδα (προσοχή: εισπραχθούν και όχι χρεωθούν ως φορολογική απαίτηση), είναι πιθανό η αντιπολίτευση, φοβούμενη το πολιτικό κόστος, να ενισχύσει αυτήν την πολιτική παροχών. Μικροπολιτικά, μάλιστα, μπορεί να αντιπαρέλθει το θέμα, καταγγέλλοντας το Eurogroup για συνυπευθυνότητα, εγκρίνοντας μια δημοσιονομική στρατηγική εκτός οδηγιών. Και οι δύο επιλογές δεν έχουν κόστος για την αντιπολίτευση, αλλά δημιουργούν ηθικό προηγούμενο.

Εναλλακτικά, θα ήταν ειλικρινές να καταγγείλει τους κινδύνους που συνεπάγονται για την εθνική οικονομία από την εκτέλεση ενός προϋπολογισμού, ιδιαίτερα στη βιωσιμότητα του χρέους. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί τι θα συμβεί στην περίοδο της διακυβέρνησής της, αν υποχρεωθεί να αναλάβει το κόστος επαναφοράς της οικονομίας σε βιώσιμες προοπτικές. Θα μπορούσε να προβληματιστεί ως προς την πολιτικοοικονομική ευθύνη της επιλογής. Η ευθύνη δεν θα ανήκει στη νυν κυβέρνηση αλλά και στα μέλη του Eurogroup που ενέκριναν τον προϋπολογισμό της.

Το δεύτερο αφορά την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας. Η κυβέρνηση είναι σαφής. Σε αντίθεση με κάθε συμπέρασμα της οικονομικής επιστήμης, θεωρεί ότι η αναδιανομή πόρων όχι στον χρόνο (βλέπε κατανάλωση τώρα ή επένδυση αύριο) αλλά σε κοινωνικές ομάδες (χαμηλά και υψηλά εισφέροντες στα φορολογικά έσοδα) δημιουργεί ανάπτυξη και μάλιστα της τάξεως του 2,5%. Πόσο εφικτό όμως είναι μ’ έναν τελείως αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα; Ποιος εμπιστεύεται ένα κράτος που πιστεύει ότι θα εισπράξει τους φόρους την περίοδο που οι μισοί φορολογούμενοι δεν πληρώνουν και εκείνο παρέχει υποσχετικές σε πλήθος ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων;

Ως προς την αναπτυξιακή διάσταση της αναδιανομής των πόρων, η αντιπολίτευση δεν ήταν μέχρι σήμερα σαφής. Λογικό σε κάποιο βαθμό, αφού ο προϋπολογισμός δεν είχε εγκριθεί από το Eurogroup. Παράλληλα όμως ενέκρινε τις όποιες ρυθμίσεις παροχών έθετε η κυβέρνηση στη Βουλή, καλυπτόμενη από την ασάφεια της έγκρισης του προϋπολογισμού. Σήμερα όμως η έγκρισή του στη Βουλή θα σημάνει και τη δέσμευση της μειοψηφίας, αν σύντομα γίνει κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία η συγκεκριμένη δημοσιονομική πολιτική θα είναι και εκείνη που θα εφαρμοστεί. Διαφορετικά, την επαύριον των εκλογών θα έχουμε -όπως και το 2015- ένα πλήθος πλανημένων ψηφοφόρων. Η καθαρή θέση είναι να αναγνωριστεί ότι δεν διαφωνεί με την α’ ή τη β’ πολιτική, αλλά με το σύνολο του προϋπολογισμού. Η αποδοχή του είναι σαφές ότι ανατρέπει τη βιωσιμότητα του χρέους και αναστέλλει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Το 2019 είναι προεκλογική χρονιά. Ο προϋπολογισμός είναι, σύμφωνα με τη λαϊκιστική λογική του πολιτικού κόστους, προεκλογικός. Σε κάθε οικονομία, όμως, το Δημόσιο είναι ο πυλώνας της οικονομικής σταθερότητας. Η κυβέρνηση ενισχύει έντονα μια λογική που στη βάση της δεν είναι λάθος. Μετά την 21η Αυγούστου έρχονται «καλύτερες ημέρες», γιατί, απελεύθεροι από τις μνημονιακές υποχρεώσεις, μπορούμε να στηρίξουμε βιώσιμα την όποια κυβερνητική πολιτική. Σωστό, στον βαθμό που οι πιστωτές το δέχονται, όπως για παράδειγμα με την μετάθεση των ευθυνών στο πρόσφατο Eurogroup.

Ας υποθέσουμε το παρακάτω σενάριο για τον Φεβρουάριο: Νέα στοιχεία καθιστούν την πολιτική για το Eurogroup μη αποδεκτή. Το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση. Οι συνεπείς φορολογούμενοι αλλάζουν στρατηγική, αρχίζοντας να φοροαποφεύγουν, προσδοκώντας «σεισάχθεια». Στην αγορά ξεκινούν προβλήματα σε μεγάλους τομείς απασχόλησης, όπως τράπεζες, εμπόριο, ΔΕΚΟ (ΛΑΡΚΟ, Χαλυβουργική, ΔΕΗ, ΕΛΦΕ). Αρχίζοντας με την Πτολεμαΐδα, η ΔΕΗ έχει δυσκολίες στην τροφοδοσία της Ρόδου και της Κρήτης. Στην Αθήνα αρχίζουν να κυκλοφορούν πολίτες με μπλε γιλέκα, σε αντιστοιχία με τα κίτρινα στο Παρίσι, ως ένδειξη ότι αρνούνται να πληρώσουν άλλους φόρους. Στη Γερμανία αλλάξει ριζικά η λογική στην οικονομική πολιτική σε σχέση με τη στήριξη των δανειακών αναγκών των υπερχρεωμένων μελών της Ευρωζώνης.

Η συζήτηση στη Βουλή μπορεί να αποτελέσει την αρχή της προεκλογικής περιόδου. Μέσα από τον διάλογο πρέπει να προκύψει πόσο επικίνδυνη και αντιαναπτυξιακή είναι μια εφήμερη πολιτική των κοινωνικών παροχών με ένα Δημόσιο χωρίς πιστωτικά περιθώρια. Πόσο επικίνδυνες είναι οι ανεκπλήρωτες παροχές και η στρατηγική συρρίκνωση της φορολογικής βάσης, που αναπόφευκτα οδηγεί σε αναίτιες κοινωνικές συγκρούσεις. Νομίζουμε ότι θα είναι λάθος να σιωπήσουν τα υπεύθυνα κόμματα, θεωρώντας ότι οι κυβερνώντες «δεν γνωρίζουν τι κάνουν».


Σχολιάστε εδώ