Ντομπρόβσκις: «Εναπόκειται στα κράτη-μέλη να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο για τους καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης».

Ντομπρόβσκις: «Εναπόκειται στα κράτη-μέλη να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο για τους καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης».

Απάντηση Β. Ντομπρόβσκις σε ερώτηση Δημ. Παπαδημούλη για την προστασία των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο: «Εναπόκειται στα κράτη-μέλη να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο για τους καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης».

Δημ. Παπαδημούλης: «Μακρά, περίπλοκη και δαπανηρή η δικαστική διαμάχη για την επίλυση διαφορών μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών από τα εθνικά δικαστήρια».


«Καθυστερημένος ο εντοπισμός του προβλήματος από την Κομισιόν, συντηρητική η πρόβλεψη για την ανατίμηση του ελβετικού φράγκου».


Απάντηση έδωσε η Κομισιόν, δια του Αντιπροέδρου της ΒάλντιςΝτομπρόβσκις, στην ερώτηση του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, αναφορικά με την προστασία των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο. Σύμφωνα με τον Δημ. Παπαδημούλη, οι δανειολήπτες βρέθηκαν «σε δυσχερή θέση εξαιτίας της πολύ σημαντικής ανατίμησής του έναντι του ευρώ», του «σχετικά καθυστερημένου εντοπισμού του προβλήματος από την Επιτροπή» και «της συντηρητικής πρόβλεψης νομισματικής διακύμανσης κατά ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 20%», σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην απάντησή του ο Β. Ντομπρόβσκιςτονίζει εκ μέρους της Κομισιόν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη «να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνουν οι καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης», βάσει της οδηγίας 2014/17/ΕΕ, την οποία επικαλέστηκε ο Δημ. Παπαδημούλης στην ερώτησή του περί «θεσμοθέτησης εθνικών λύσεων για την περαίωση της μακροχρόνιας εκκρεμότητας των συγκεκριμένων δανείων, με γνώμονα την ενιαία και ολιστική αντιμετώπιση τραπεζών και δανειοληπτών στα πλαίσια της Τραπεζικής Ένωσης».

Ο Δημ. Παπαδημούλης εστιάζει -μεταξύ άλλων- στη μη πρόβλεψη αναδρομικής ισχύος της οδηγίας για την ενυπόθηκη πίστη για δάνεια πριν την 21η Μαρτίου 2016. Η Κομισιόν απαντά πως «αυτό δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα και τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο των δανειακών συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από το 2016». «Ειδικότερα, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφασίσουν εάν οι ειδικές ρήτρες των εν λόγω συμβάσεων συμμορφώνονται με την οδηγία 93/13/EEC και εάν οι εμπορικές πρακτικές των εμπορευομένων συμμορφώνονται με την οδηγία 2005/29/EC, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις, και να λάβουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης, όπου απαιτείται», σημειώνει ο Β. Ντομπρόβσκις.

Ο Επίτροπος Ντομπρόβσκις συνεχίζει, λέγοντας ότι «τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», που «επιβεβαίωσε συγκεκριμένα ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εφόσον διαθέτουν τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία».

«Στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφασίσουν εάν μια ρήτρα, που έχει τεθεί σε σύμβαση δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα και που επιρρίπτει όλο τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, δημιουργεί «σημαντική ανισορροπία» μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και, ως εκ τούτου, εάν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική», καταλήγει η Κομισιόν.

Αναλυτικά η ερώτηση και η απάντηση:

Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης
προς την Επιτροπή
Dimitrios Papadimoulis (GUE/NGL)
Θέμα:Προστασία δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο
Εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες στην ΕΕ που έλαβαν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο βρέθηκαν σε δυσχερή θέση εξαιτίας της πολύ σημαντικής ανατίμησής του έναντι του ευρώ. Κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες βρίσκονται σε διαρκή και επώδυνη αβεβαιότητα με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους.
Η κατάσταση διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα, πρώτον, του σχετικά καθυστερημένου εντοπισμού του προβλήματος από την Επιτροπή, η οποία μόλις το 2014 εισήγαγε σχετικές ρυθμίσεις με προθεσμία ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία των κρατώνμελών έως τον Μάρτιο του 2016, δεύτερον, της συντηρητικής πρόβλεψης νομισματικής διακύμανσης κατά ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 20% και, τρίτον, της μη πρόβλεψης αναδρομικής ισχύος της οδηγίας 2014/17/ΕΕ.
Οι διαφορές μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών επιλύονται από τα εθνικά δικαστήρια (βλ. σχετική υπ’ αριθμόν 441/2017 απόφαση του Γαλλικού Αρείου Πάγου) μέσω μακράς, περίπλοκης και δαπανηρής δικαστικής διαμάχης, με αποτέλεσμα τη διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος μεταξύ των δικαστικών αρχών διαφορετικών χωρών, αλλά και εντός της ίδιας χώρας. Το στοιχείο αυτό επιτείνει την αβεβαιότητα των δανειοληπτών.
Δεδομένης της απουσίας Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής, ερωτάται η Επιτροπή:
– Ενθαρρύνει τη θεσμοθέτηση εθνικών λύσεων για την περαίωση της μακροχρόνιαςεκκρεμότητας των συγκεκριμένων δανείων, με γνώμονα την ενιαία και ολιστική αντιμετώπιση τραπεζών και δανειοληπτών στα πλαίσια της Τραπεζικής Ένωσης;

Απάντηση του Αντιπροέδρου Dombrovskis
εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(28.11.2018)

Η οδηγία για την ενυπόθηκη πίστη (ΟΕΠ) απαιτεί από τα κράτη μέλη να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνουν οι καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης. Η οδηγία ισχύει για ενυπόθηκα δάνεια που χορηγήθηκαν από την 21η Μαρτίου 2016. Ωστόσο, αυτό δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα και τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο των δανειακών συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από το 2016. Ειδικότερα, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφασίσουν εάν οι ειδικές ρήτρες των εν λόγω συμβάσεων συμμορφώνονται με την οδηγία 93/13/EEC και εάν οι εμπορικές πρακτικές των εμπορευομένων συμμορφώνονται με την οδηγία 2005/29/EC, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις, και να λάβουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης, όπου απαιτείται.

Στο πλαίσιο αυτό, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε συγκεκριμένα ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εφόσον διαθέτουν τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία. Στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφασίσουν εάν μια ρήτρα, που έχει τεθεί σε σύμβαση δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα και που επιρρίπτει όλο τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή.


Σχολιάστε εδώ