Ν. Γ. Χαριτάκης: Δημόσιος δανεισμός

Ν. Γ. Χαριτάκης: Δημόσιος δανεισμός

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ


Το ερώτημα είναι πολύ απλό, αλλά οι πολιτικοί μας αρνούνται να το απαντήσουν. Είναι λογικό να δανείζεται η χώρα ετησίως 8 δισ. με 4,5% επιτόκιο για να αποπληρώσει ένα ισόποσο χρέος, που λήγει, με επιτόκιο 1,7%; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε ότι αντικαθιστώντας χρέος με επιτόκιο 1,7% με χρέος και επιτόκιο 4,5% η χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει;

Ο παροξυσμός του υπερπλεονάσματος δεν αφορά το ύψος του, αλλά τη χρήση του. Πληρώνουμε τους τόκους και στη συνέχεια, όπως θα έλεγε και ο κ. πρωθυπουργός, σπαταλούμε τα υπόλοιπα για παροχές με πολιτικό αντίκρισμα. Προχωρούμε σε υποσχέσεις κοινωνικών παροχών, σε διορθώσεις διοικητικών λαθών του παρελθόντος και αγοράζουμε χρόνο, αδιαφορώντας για την επιβολή της ισονομίας στα φορολογικά βάρη. Όποιος περάσει από το δημόσιο ταμείο, έχει καλώς, όποιος δεν πέρασε, θα τα βρούμε μαζί του στο μέλλον. Η εφορία έχει καταντήσει όπως οι ταμπέλες για ηλεκτρονική παρακολούθηση των εμπορικών χώρων, που μας πληροφορούν ότι ο χώρος ελέγχεται ηλεκτρονικά.

Ας αντιστρέψουμε όμως τη λογική και ας υποθέσουμε ότι ο κ. αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποφασίζει να δεσμευτεί δημόσια, σε λίγες ημέρες στη Γερμανική Βουλή, ότι η κυβέρνησή του θα ακολουθήσει μια συνετή πολιτική, με στόχο για όσο χρόνο θα είναι στην εξουσία να μη δανειστεί το Ελληνικό Δημόσιο αν το επιτόκιο δανεισμού του δεν είναι μικρότερο από το μέσο επιτόκιο του σήμερα, δηλαδή 1,73%. Η λογική αυτή επιβάλλει σχεδόν κατάργηση του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, οριακή βελτίωση της απόδοσης του φορολογικού συστήματος με μειωμένους συντελεστές, καλύτερη εισπραξιμότητα των φορολογικών υποχρεώσεων και, τέλος, βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών.

Εναλλακτικά, αν δεν συμφωνούν οι εταίροι μας, θα μπορούσε να τους αντιπροτείνει να συντηρήσουν μία προεκλογική αντιπαλότητα σε παροχές και δάνεια χωρίς αποπληρωμή του χρέους. Θεωρώ ότι στο δεύτερο σενάριο η ΝΔ και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι έτοιμα και έχουν τον τρόπο να υπερκεράσουν σε παροχές τη νυν κυβέρνηση. Αν λεφτά υπάρχουν, τότε όλοι γνωρίζουν πώς θα τα δαπανήσουν. Αν η βούληση των ευρωπαίων φορολογουμένων είναι «εμείς να ξοδεύουμε και εκείνοι να δανείζουν», κανένα πρόβλημα.

Η τρέχουσα μικροπολιτική λογική εθελοτυφλεί και προεκλογικά αποφασίζει παροχές όταν δεν αντιλαμβάνεται τις δουλειές που έχουμε αναλάβει. Μια συνετή δημοσιονομική διαχείριση επιβάλλει να δεσμευτεί η πολιτική ηγεσία της χώρας δημόσια ότι όσο οι συνθήκες της αγοράς δεν επιτρέπουν στο Ελληνικό Δημόσιο να δανείζεται με επιτόκιο μικρότερο από εκείνο που απολαμβάνει σήμερα, εκείνο δεν θα δανείζεται για να αποπληρώνει τους τόκους και τα χρέη του. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα είναι πλέον ανταγωνιστής ή υποκατάστατο της αξιοπιστίας των ελληνικών επιχειρήσεων και των ελλήνων φορολογουμένων στις διεθνείς χρηματαγορές. Μία θέση της μορφής «θα κάνουμε ως κυβέρνηση ό,τι χρειάζεται για να μη βγει η Ελλάδα στις αγορές για μία δεκαετία» είναι και απλή και εφικτή. Δεν έχει σχέση με τα πλεονάσματα, αφού στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.

Είναι όμως πράγματι εφικτή επιλογή ή απλά υποχρεώνει την κυβέρνηση σε περιορισμό της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα ή/και μείωση της ποιότητας και της έκτασης των δημοσίων κοινωνικών παροχών; Κανείς δεν είναι σίγουρος αν δεν αναλογιστεί στην πράξη την ουσία των επιχειρημάτων.

Ποια δημόσια παροχή θεωρούμε ότι πράγματι δεν επιδέχεται βελτίωση; Η παιδεία, η υγεία, η δικαιοσύνη ή η άμυνα; Έτσι, για να αναφέρουμε μόνο τις βασικές. Αν κάτι στα οικονομικά επιδέχεται βελτίωση, δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι απαιτείται και αύξηση του κόστους παραγωγής. Αν όμως με το ίδιο κόστος μπορούμε να έχουμε καλύτερη ή περισσότερη παραγωγή, τότε η εξοικονόμηση πόρων μπορεί να αποπληρώσει υποχρεώσεις.

Πολλοί από τους αναγνώστες θυμούνται πολύ καλά ακόμη ότι οι μαθητές στις τάξεις των δημοσίων σχολείων στο παρελθόν είχαν σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό. Τα μέσα ήταν λιγότερα, αλλά το αποτέλεσμα στον μέσο όρο ήταν καλύτερο. Εύκολα η αύξηση της ποιότητας στη δημόσια παιδεία θα εξοικονομούσε πόρους. Σε μια εποχή που η πληροφορική έχει αλλάξει κυριολεκτικά την επικοινωνία, η δημόσια διοίκηση παράγει το προϊόν της γραφειοκρατίας με μεγαλύτερο κόστος. Ένα κόστος που το αναλαμβάνουν οι φορολογούμενοι. Αν ρωτήσουμε έναν ασφαλισμένο στη δημόσια ασφάλιση πού θα επέλεγε να έχει νοσοκομειακή περίθαλψη χωρίς επιβάρυνση, πόσοι νομίζουμε ότι θα επέλεγαν τη δημόσια από την ιδιωτική; Η μόνη λύση για να αυξηθεί το προϊόν της δημόσιας υγείας είναι λοιπόν η αύξηση των δημοσίων δαπανών;

Είμαστε ικανοποιημένοι με την απόδοση της δικαιοσύνης; Είμαστε ικανοποιημένοι με την εικόνα των δικαστηρίων μας; Είμαστε ικανοποιημένοι με τις συνθήκες παροχής των σωφρονιστικών υπηρεσιών; Εάν όμως μπορούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα ή και την ποσότητα των υπηρεσιών με το ίδιο κόστος, τότε πολύ εύκολα μπορούμε να πετύχουμε και καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερη ποσότητα με το ίδιο ή και λιγότερο κόστος. Αν, για παράδειγμα, το κόστος της απόδοσης της δικαιοσύνης ήταν υψηλό για πολίτες και Δημόσιο, τότε είναι σίγουρο ότι η επιλογή του εξωδικαστικού συμβιβασμού θα ήταν συχνότερη και αποτελεσματικότερη.

Πρόσφατα η κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια κατάφορη και παράλογη ποινική απόφαση. Το αντικείμενο είχε να κάνει με την πλαστογράφηση ενός απολυτηρίου. Σχεδόν όλοι ασχολήθηκαν με την αμετροέπεια της απόφασης. Φοβάμαι κανένας δεν ασχολήθηκε με το πραγματικό οικονομικό κόστος που δημιουργήθηκε από τη συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία. Και όμως οι φορολογούμενοι ανέλαβαν να πληρώσουν τους μισθούς και το κόστος λειτουργίας των δικαστηρίων για μία απόφαση χωρίς νόημα.

Στην άμυνα και στην προστασία του πολίτη τα πράγματα είναι απλά. Τεχνολογικά στην άμυνα ζούμε ακόμη στην εποχή των ασυρμάτων και όχι της τηλεματικής. Εδώ η έγκριση των δαπανών του προϋπολογισμού γίνεται χωρίς συζήτηση, γιατί κανείς δεν θέλει να αξιολογήσει την ποιότητα με το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να γνωρίζαμε ποια είναι η άποψη των συμμάχων μας ως προς τη σχέση κόστους – οφέλους στην άμυνα. Όχι μόνο για την προστασία των ελληνικών συνόρων αλλά και για την ασφάλεια των συμμαχικών συμφερόντων.

Αφήσαμε τελευταίο το θέμα της στρέβλωσης της πραγματικής οικονομίας και της ανταγωνιστικής της προοπτικής, που προκύπτει από την αντιπαλότητα που δημιουργεί η είσοδος του Ελληνικού Δημοσίου στον χρηματοπιστωτικό ανταγωνισμό. Το Ελληνικό Δημόσιο εκτοπίζει την ελληνική παραγωγή από την πρόσβαση στις αγορές. Στο παρελθόν, πριν από την κρίση συγκεκριμένα, το Δημόσιο έβγαινε στις αγορές και δανειζόταν για να χρηματοδοτήσει την παραγωγή του ιδιωτικού τομέα (βλέπε δημόσιες επενδύσεις και δημόσια κατανάλωση). Ο αποκλεισμός του Δημοσίου όμως σήμερα από τις χρηματαγορές είναι δεδομένος. Όταν λοιπόν το Δημόσιο επιλέγει να εξοφλεί τα δάνειά του, διευκολύνει τον ιδιωτικό τομέα να διεκδικήσει μερίδιο. Αντίθετα, διατηρώντας αμείωτο τον δανεισμό του, αποκλείει τον ιδιωτικό από την αγορά.

Η δυνατότητα λειτουργίας του δημόσιου τομέα με περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες και χαμηλότερο κόστος δεν είναι μια ουτοπία. Είναι μια πραγματικότητα. Το μόνο που χρειάζεται είναι η πολιτική ηγεσία να δεσμευτεί στην αρχή Draghi: «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται ώστε η χώρα να μη χρειάζεται για μία δεκαετία να βγει στις αγορές». Στην ουσία να αυτοπεριοριστεί.


Σχολιάστε εδώ