ΤΟ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΜΕΛΙ

ΤΟ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΜΕΛΙ


Συγγραφέας
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ


Ένας άνθρωπος που βαδίζει μόνος του. Το ψηφιδωτό των γεγονότων συναρθρώνεται κομμάτι κομμάτι. Δύο πρόσωπα. Η γοητεία στο επίκεντρο. Οι αντιφάσεις μιας γυναίκας. Κάτι που δεν είναι όπως φαίνεται. Κάτι που πρέπει να ερμηνευτεί. Γι’ αυτήν. Αλλά και για τον ίδιο. Να τολμήσει να ανακαλύψει τις σωστές ερωτήσεις, προτού προσπαθήσει να βρει τις απαντήσεις. Μα ό,τι μας αποκαλύπτεται γίνεται ευάλωτο. Κι ο εαυτός μας ακόμα. Ένα παραλήρημα σκέψης και συναισθηματικής αποκάλυψης, που στο μυαλό του παίρνει τη μορφή πλασμάτων του βυθού. Πώς έφτασε ως εδώ; Και τι θα συναντήσει εκεί μέσα.
Ένας άντρας, σε ένα μπαρ με άτακτη διακόσμηση, θυμάται μια γυναίκα, μια ερωτική ιστορία που του έχει αφήσει άλυτους κόμπους. Και οι δύο απολαμβάνουν τα ταξίδια. Τα ταξίδια μέσα στους άλλους ανθρώπους. Ένας φίλος με μεγάλη μυθοπλαστική ικανότητα, ένας Σέρβος προπονητής μπάσκετ, η αυλή των Ρομανόφ, καραβάνια τσιγγάνων, ιδιάζοντες παλαίμαχοι των Βαλκανικών πολέμων, οι εκκαθαρίσεις των ναζί, ένα άγαλμα της Ιωάννας της Λωρραίνης κι ένας χαρισματικός δάσκαλος από την Πελοπόννησο, όλα μαζί μπερδεύονται και προχωράνε την ιστορία.
Κανείς δεν ξέρει αν τελικά ο άντρας ξεκινάει πράγματι κάτι καινούργιο ή απλώς τρέχει μακριά από τα παλιά. Και ούτε ο ίδιος μοιάζει να ξέρει αν ξεκινά κάτι καινούργιο ή απλώς τρέχει μακριά από τα παλιά. Απόδραση ή πρόοδος; Όλα ταιριαστά με το μέλι.

Απόσπασμα βιβλίου

Σκόνταψα. Η άμμος υποχώρησε παραπάνω απ’ όσο με είχε προϊδεάσει το πάτημά μου. Στάθηκα για μια στιγμή. Τράβηξα το κάτω χείλος μου δεξιά,  καγχάζοντας στιγμιαία και μονοκόμματα, αφήνοντας δυνατά μια ιδέα αέρα να βγει από το ρουθούνι μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά τον τελευταίο καιρό που τα πράγματα υποχωρούσαν από κάτω μου πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Δεν είχε φως. Παντού σκοτάδι. Έξω μου και μέσα μου.
Στάθηκα ξανά και περπάτησα. Άμμος. Το περπάτημα πάνω της δεν ήταν ποτέ το αγαπημένο μου, με κούραζε. Μα τώρα έμοιαζε να μην υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να με κάνει να νιώσω πιο κουρασμένος απ’ όσο ήδη ήμουν. Τίποτα που να κάνει την ανάσα μου πιο βαριά, τα πόδια μου πιο ράθυμα.
Ας ήταν. Θα περπατούσα. Πάντα το περπάτημα μ’ έσωζε, έστω και προσωρινά. Έτσι έβαζα σε μια σειρά τις σκέψεις μου. Κυρίως κατασίγαζα, διά της  κοπώσεως, τα πάθη μου. Δεν μπορούσα να το κάνω κλεισμένος σε τοίχους. κάποιες τέτοιες νύχτες είχα μείνει να στέκομαι ακόμη και μπροστά στα σκαλιά του σπιτιού μου, χωρίς να βαστάω να μπω. Μετέωρος. Χωρίς να έχω κλείσει ακόμη τους λογαριασμούς της βραδιάς με τους μέσα μου δαίμονες. Χωρίς να τους έχω ταΐσει αρκετά για να αποτραβηχτούν και ν’ αφήσουν χώρο να με απασχολήσει και κάτι άλλο. Έστω για λίγο, ίσα να ξεχαστώ για μερικά λεπτά και να μπορέσει η κούραση να με οδηγήσει στη μικρή κι απέλπιδα λύτρωση του ύπνου.
Τέτοιες ώρες θυμόμουν κάτι που είχα πει. Ήταν παλιά. Νύχτα πάλι και δίπλα μου μια κοπέλα. Δυο σώματα που έλεγαν μια ιστορία απομάκρυνσης. Δεν  άντεχα να την κοιτάω, όσο και αν ήθελα τη στιγμή εκείνη να περάσει όλη μου η ζωή χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω της· χωρίς να πάψω στιγμή να μετράω τις ανάσες της, να βλέπω πώς παλλόταν για λίγο η άκρη του λαιμού της, όταν ο ταπεινός αέρας έμπαινε μέσα της και γινόταν ζωή γι’ αυτό το αγαπημένο σώμα. Αυτό που έλεγα τότε, πως οι αυλακιές του ήταν φτιαγμένες για να χάνεσαι μέσα τους για πάντα και να μη διανοείσαι να ξαναβρεθείς στην επιφάνεια. Το σώμα του μεγάλου πόθου. Και τα μάτια της μεγάλης έμπνευσης. Που όταν μου χαμογελούσαν ήταν σαν να έτρεχαν και να έψαχναν την πιο μακρινή γωνιά του κόσμου μου, για να τη ζεστάνουν· για να ξεχυθούν εντός μου με ορμή οι λάβες και τα πυρακτώματα της πιο μεγάλης ευτυχίας.
Αλλά τη στιγμή εκείνη δεν άντεχα να τα κοιτάω. Γιατί ήταν σκληρά. Από την ανάγκη της να κρατήσει μια απόφαση που σιγόβραζε για καιρό και λίγο πριν είχε εκραγεί, εντελώς απροειδοποίητα. Και με κοίταζε την ώρα εκείνη άγρια, παγωμένα. Όχι για να νικήσει εμένα. Αλλά για να πείσει τον εαυτό της πως  μπορεί να φύγει, πως μπορεί να κάψει τον δρόμο πίσω της.
«Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Δεν νιώθουμε το ίδιο έτοιμοι. Δεν μπορώ να φέρω τα πάνω κάτω στη ζωή μου, να τα τινάξω όλα στον αέρα. Δεν μπορώ να χωρίσω…»
Φάνηκα ο πιο ανέτοιμος άνθρωπος που θα μπορούσε να υπάρξει σε ολόκληρο τον κόσμο γι’ αυτό που άκουσα και ήταν σαν ολόκληρος ο κόσμος να συμπυκνώθηκε με μιάς μέσα μου και μια στιγμή μετά να έσπασε με θόρυβο σε θρύψαλα. Απόμεινα έτσι, να κοιτάω σαστισμένος το θρυμματισμένο Όλον. Γιατί λίγο πριν είχα πάρει το πιο αντίθετο μήνυμα. Και είχα γευτεί την πιο εκρηκτική ουσία ως εκείνη την ώρα στη μικρή ζωή μου: το φιλί της.
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Σταύρος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1982 στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος Κοινωνιολογίας του Παντείου πανεπιστημίου και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας. Ζει στην Αθήνα. Το Κουρασμένο μέλι είναι το πρώτο του βιβλίο.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Πεζογραφία
ISBN: 978-960-04-4946-4


Σχολιάστε εδώ