Ν. Γ. Χαριτάκης: Λαϊκισμός και αξιοπιστία

Ν. Γ. Χαριτάκης: Λαϊκισμός και αξιοπιστία

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ


Η κυβέρνηση της Ιταλίας, μετά την απόρριψη του προϋπολογισμού της από την Επιτροπή, εκφράστηκε με τη δήλωση του αντιπροέδρου της Ματέο Σαλβίνι: «Οι Ιταλοί προηγούνται… η Ιταλία δεν θέλει πια να υπηρετεί ηλίθιους κανόνες» (πρακτορείο Reuters).

Με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τους ιστορικούς, ακόμη δεν έχει ερμηνευτεί αν το «ΟΧΙ» το διατύπωσε ο λαός ή ο Μεταξάς, θα θεωρήσουμε ότι η φράση ανήκει στον λαϊκιστή αντιπρόεδρο της ιταλικής κυβέρνησης και όχι βέβαια στον ιταλικό λαό. Ανεξαρτήτως αν το πρόσφατο αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών μπορεί, σε κάποιον βαθμό, να δεσμεύει και αυτόν ως προς τις αποφάσεις της κυβέρνησής του.


 Για τους μη γνωρίζοντες, η βασική αντίρρηση της Επιτροπής, που οδήγησε στην απόρριψη του προϋπολογισμού, είναι η άρνηση της Ιταλίας να αλλάξει τον νόμο Φορνέρο (μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος).


Η ιταλική κυβέρνηση, στην αποθέωση του λαϊκισμού, δεν δέχεται μια ξένη οντότητα (ΕΕ) να ε­μπλέκεται στα εσωτερικά της, έστω και αν συλλογικά ως χώρα θεωρεί ότι λειτουργεί στα πλαίσια της συνευθύνης της Ευρωζώνης.

Το ΙΟΒΕ, όπως και άλλοι σχολιαστές, πήρε θέση εκφράζοντας τους φόβους της, σύμφωνα με τους οποίους αν η κυβέρνηση αυτονομηθεί από τις συμβατικές της υποχρεώσεις στο θέμα των συ­ντάξεων θα τεθεί θέμα αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής των μεταρρυθμίσεων. «Οι όποιες κινήσεις στην οικονομική πολιτική δεν πρέπει να δημιουργούν την αίσθηση πως αυτή δεν θα κινηθεί προς δημοσιονομικά ανεύθυνες ή προς αντιαναπτυξιακές κατευθύνσεις. Εάν συμβεί αυτό, η όποια αναβολή στη μείωση των συντάξεων θα είναι ιδιαίτερα βραχυχρόνια και η περικοπή θα καταστεί αναπόφευκτη πολύ σύντομα, ενώ η αναβολή θα έχει ενδιάμεσα και ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία». Το ΙΟΒΕ, α­ντίθετα προς τον λαϊκισμό της ιταλικής κυβέρνησης, υποστηρίζει ότι στην επιλογή λαϊκισμός ή αξιοπιστία η επιλογή οφείλει να κλίνει υπέρ της αξιοπιστίας.

Θα συμφωνήσουμε με τη θέση του ΙΟΒΕ. Απλώς του υποδεικνύουμε ότι θα ήταν φρόνιμο να έχει ήδη πάρει θέση εδώ και καιρό, καταδικάζοντας μια τεράστια αναξιοπιστία που ταλανίζει ηθικά τον ιδιωτικό τομέα της χώρας σε σχέση με τη μη τήρηση των κανόνων επιχειρηματικής διακυβέρνησης. Επιλεκτική σιωπή στα θέματα της Folli Follie και καταδίκη των πιθανών επιλογών της κυβέρνησης στο θέμα των συντάξεων υποβαθμίζει την αξιοπιστία κάθε προθύμου συνηγόρου της.

Η αστική δημοκρατία, όπως τη βιώνουμε σήμερα, στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Στις αρχές του Σκωτικού και Γαλλικού Διαφωτισμού -ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία- και στη θεολογική ερμηνεία της χριστιανικής συγχώρησης και της λουθηρανικής ατομικής ευθύνης. Στη συνέχεια, για να λειτουργήσει η αστική δημοκρατία, διαχρονικά αποτυπώνει τις αρχές σε κανόνες και θεσμούς, που τις περιγράφουν και τις προστατεύουν. Όχι απρόσωπα, αλλά δίκαια, στο μέτρο του εφικτού.

Η, κατά την κρίση μας, θέση του κ. Σαλβίνι, που ελπίζουμε ότι δεν θα συντηρηθεί από τη δική μας Βουλή, είναι κατάφωρα λαϊκιστική. Θέτει υπό αίρεση την επιτυχία της Ευρωζώνης. Δεν αποδέχεται ως αναγκαία τη δημοσιονομική συνεργασία των κρατών-μελών. Θεωρεί ότι ο σεβασμός της δημοσιονομικής πειθαρχίας μπορεί να είναι προαιρετικός. Δίνει δικαίωμα με τον τρόπο αυτό στην Ελλάδα να αμφισβητεί τις δεσμεύσεις της στο Ασφαλιστικό, καταθέτοντας έναν προϋπολογισμό με αστεράκια και στέλνοντας την ευθύνη της απόρριψης στην Επιτροπή. Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και η ιταλική, θεώρησε ότι η αξιοπιστία στη δημοσιονομική διαχείριση μιας χώρας της Ευρωζώνης αρχίζει και τελειώνει στην απόφαση του εθνικού Κοινοβουλίου. Αρκεί να τηρηθούν οι δεσμεύσεις του Μάαστριχτ.

Η αντίθετη λογική, που στηρίζει και το ΙΟΒΕ, αποδέχεται την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης και αδελφότητας (fraternite) αλλά και τη λογική της ατομικής ευθύνης, αντιλαμβανόμενη την κοινωνία ως ατομική οντότητα, με ευθύνη εκφραζόμενη από την ηγεσία της. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, πηγαίνουμε σε έναν πόλεμο, έστω και αν διαφωνούμε με την ηγεσία της χώρας μας, που αποφάσισε για αυτόν.

Στον ιδιωτικό τομέα το πρόβλημα της εταιρικής διακυβέρνησης επιλύεται στις αγορές και στους θεσμούς που την προστατεύουν. Αντίστοιχα, στην περίπτωση του δημόσιου τομέα η δημοσιονομική διαχείριση και αναξιοπιστία κρίνεται και αυτή αναπόφευκτα στις αγορές. Τα περιθώρια δανεισμού της ιταλικής κυβέρνησης για αναχρηματοδότηση τμήματος του συνολικού δημοσίου χρέους την επόμενη χρονιά είναι περίπου 200 δισ. Κατά κύριο λόγο, το μεγαλύτερο τμήμα αυτών ανήκει στις ιταλικές τράπεζες, οι οποίες έχουν ήδη προεξοφλήσει, για να παραμείνουν βιώσιμες, περίπου 360 δισ. στην ΕΚΤ.

Κάθε προσπάθεια αναχρηματοδότησής του από τις αγορές και τις ιταλικές τράπεζες απαιτεί συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης και μετά το τέλος του 2018. Ο ιταλός κε­ντρικός τραπεζίτης θα πρέπει να αποδεσμευτεί από τις χώρες-μέλη του ευρώ, ώστε να επαναλάβει την περίφημη φράση του: «Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να σώσω το ευρώ». Τινάζοντας πλέον και τη δική του αξιοπιστία στον αέρα. Αμφιβάλλουμε ότι θα γίνει. Περιμένουμε όμως τις εξελίξεις.

Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο αυτό, σύντομα θα βρεθεί προ ενός τεραστίου αδιεξόδου. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι κανονισμοί λειτουργίας του βασικού μας χρηματοδότη και εγγυητή (Μηχανισμός Νομισματικής Σταθερότητας) στο θέμα των κατευθύνσεων για προληπτική γραμμή χρηματοπιστωτικής στήριξης των χωρών-μελών είναι υπερβολικά αυστηροί. Ο τρόπος εποπτείας της ελληνικής οικονομίας είναι αντίστοιχος με εκείνο που επέβαλαν στην FF και είναι άκαιρο να τους αναφέρουμε σε λεπτομέρεια.

Οι αγορές δεν είναι ανοικτές και, όπως ήδη μας έχουν ενημερώσει, είναι καλύτερα να δοκιμάσουμε να μην τις πλησιάσουμε. Θα ήταν ψευδαίσθηση να ξεκινήσουμε να ζητάμε δανεικά από ξένες κυβερνήσεις εκτός ευρώ. Το περίφημο «μαξιλάρι» είναι ήδη δεσμευμένο για άλλες υποχρεώσεις. Έστω και αν, όπως και στην Ιταλία, τα κόμματα της αντιπολίτευσης στηρίζουν την πολιτική για μη μείωση των συντάξεων, η κυβέρνηση οφείλει να απαντήσει στην Ευρώπη πόσο αξιόπιστος είναι ο προϋπολογισμός που κατέθεσε με μειωμένες τις συντάξεις. Όσοι διαβάζουν την αλληλογραφία μεταξύ όλων των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και της Επιτροπής και αντιλαμβάνονται ελάχιστα οικονομικά γνωρίζουν από το ύφος και μόνο των επιστολών ότι η επιχειρηματολογία είναι αυστηρή και δύσκολα αναστρέψιμη.

Το υπουργείο Οικονομικών της χώρας, όπως ακριβώς και ο κ. Σαλβίνι, δεν έχει τοποθετηθεί ως προς τους κινδύνους ανατροπής των δεδομένων σε σχέση με την περίπτωση που οι οικονομικές εξελίξεις στις αγορές καταστήσουν ακόμη και τον προϋπολογισμό με μειωμένες τις συντάξεις ανέφικτο. Η δυνατότητα για ελευθερία στη χρηματοπιστωτική επάρκεια, που προβλεπόταν με αλλαγή των δεσμεύσεων των ομολόγων από την ΕΚΤ, δεν δόθηκε στον κ. πρωθυπουργό. Οι δυσκολίες που προκύπτουν στα φορολογικά έσοδα οδηγούν σε περιορισμό των πληρωμών από το ευρύτερο Δημόσιο. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στη χώρα είναι η εσωτερική κρίση της Ευρωζώνης να ξεσπάσει στη χώρα μας, επειδή εμείς για δεύτερη φορά θα επιλέξουμε το άρμα του λαϊκισμού και όχι της αξιοπιστίας.

Συμβουλεύουμε λοιπόν. Δεν νομίζουμε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να μεταγλωττιστεί η αντιπαλότητα του «Μνημόνιο – αντι-Μνημόνιο» σε «λαϊκισμός ή αξιοπιστία».

Φωτο: time.com


Σχολιάστε εδώ