Το 34% που πάσχει από Διαπυητική Ιδρωταδενίτιδα δεν έχει επισκεφθεί γιατρό

Το 34% που πάσχει από Διαπυητική Ιδρωταδενίτιδα δεν έχει επισκεφθεί γιατρό

Τα αποτελέσματα της πρώτης πανελλήνιας έρευνας για τη Διαπυητική Ιδρωταδενίτιδα, για τα χαρακτηριστικά των ασθενών και τις προκλήσεις που βιώνουν στη διαχείριση του νοσήματος, σε συνεργασία ή μη με τον γιατρό τους, παρουσιάστηκαν από τον καθηγητή Δερματολογίας – Αφροδισιολογίας ΕΚΠΑ, διευθυντή Α΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής Δερματικών και Αφροδίσιων Νόσων, Νοσοκομείο «ΑΝ. ΣΥΓΓΡΟΣ» και πρόεδρο Ελληνικής Δερματολογικής και Αφροδισιολογικής Εταιρείας (ΕΔΑΕ) Δημήτρη Ρηγόπουλο.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή κ. Ρηγόπουλο σε μεγάλο πληθυσμιακό δείγμα ανδρών και γυναικών, με κατανομή σε όλη την Ελλάδα (το 54% στην Αθήνα), ηλικίας 35 – 44.

Όπως εξήγησε ο κ. Ρηγόπουλος κατά την παρουσίασή του, από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει η άμεση ανάγκη ενημέρωσης σχετικά με τη νόσο, την έγκαιρη διάγνωσή της από δερματολόγο και την αποτελεσματική θεραπεία της.

Η διαπυητική ιδρωταδενίτιδα είναι μια χρόνια νόσος του δέρματος που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδεις βλάβες στις πτυχές του δέρματος. Αυτές οι φλεγμονώδεις βλάβες περιλαμβάνουν επώδυνα οζίδια και αποστήματα και εντοπίζονται εκεί, όπου βρίσκονται οι αποκρινείς ιδρωτοποιοί αδένες.

Τα πρώτα συμπτώματα της Διαπυητικής Ιδρωταδενίτιδας εμφανίζονται σε άτομα ηλικίας από 12 έως 25, ενώ πάσχοντες είναι οι ενήλικες στις παραγωγικές ηλικίες 25 έως 55, με συχνότερη εντόπιση της νόσου στη γεννητική χώρα και τους γλουτούς. «Τόσο στο σύνολο του δείγματος όσο και στους διαγνωσμένους το 65% έπασχαν από μέτρια (προσβολή περισσότερης της μιας περιοχής με 3 έως 5 εξάρσεις τον χρόνο, ουλές και μέτρια επίδραση στην ποιότητα ζωής) έως σοβαρή νόσο (έντονα συμπτώματα, εξάρσεις και ουλές και επηρεασμένη ποιότητα ζωής). Μόνο το 30% του δείγματος όμως, ήξερε τη σωστή αιτία της νόσου, ενώ οι υπόλοιποι την απέδιδαν σε άλλες αιτίες, όπως ερεθισμό, ακατάλληλα ρούχα και θυλακίτιδα».

Επιπλέον, αναλόγως τη σοβαρότητα της εμφάνισης της ασθένειας, παρατηρείται αρνητική επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς, αύξηση στις συννοσηρότητες, στη χρήση φαρμάκων και παραφαρμακευτικών, στα χειρουργεία, στις επισκέψεις σε ιατρό και στις νοσηλείες.

Ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα της έρευνας, παρατήρησε ο κ. Ρηγόπουλος, είναι ότι το 34% των πασχόντων δεν έχει επισκεφθεί ιατρό, ακόμα και με την πάροδο 2 ετών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων, ενώ όσοι αναζητούν λύση επισκέπτονται διαφορετικές ιατρικές ειδικότητες ή πηγαίνουν σε μη ειδικό ιατρό, ενώ η διάγνωση γίνεται στον δερματολόγο. Τέλος, το 33% των διαγνωσμένων επιλέγει να μην ακολουθήσει θεραπεία.

Φωτό: iatropedia.gr


Σχολιάστε εδώ