Πώς καταντήσαμε έτσι…

Πώς καταντήσαμε έτσι…

 


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Φαίνεται ότι εμείς οι πιο μεγάλοι δεν θα αξιωθούμε να δούμε ξανά το κλεινόν άστυ στην πρότερή του μορφή. Και αυτό διότι η ασυδοσία της εμπορίας ναρκωτικών και το παζάρι παντός είδους δεν εξαπλώνεται μόνο στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας, στην Ομόνοια, αλλά και στους γύρω δρόμους, που αποτελούσαν άλλοτε το κέ­ντρο εμπορίου.

Κλειστά μαγαζιά, καμένο εκείνο το γωνιακό κατάστημα στην οδό Ερμού, «Η Αθηναία», και ε­μπορεύματα στον δρόμο στα περισσότερα μαγαζιά, που θυμίζουν λαϊκή αγορά. Είχα καιρό να κατέβω στο κέ­ντρο και η εικόνα μιας παρατημένης πόλης με απογοήτευσε. Παλιά υπήρχε μια αγορά γεμάτη καταστήματα, οι βιτρίνες των οποίων στολίζονταν από τα είδη που πωλούσαν και υπήρχε μια αξιοπρέπεια που ανέβαζε την αξία του καταστήματος. Πλέον, ένα χαρμάνι κόσμου, που ανεβοκατεβαίνει, και πλήθος τεμπελομάγαζων, καφετέριες δηλαδή, για να περνά κανείς την ώρα του, αφού δεν έχει τίποτε άλλο να κάνει.

Και μέσα σε όλα αυτά οι μετανάστες, η μεγαλύτερη τιμωρία μας, αφού δεν έχουμε τη δύναμη και την ικανότητα να εμποδίσουμε την αθρόα είσοδό τους στην Ελλάδα. Άκουσα ότι έχουνε μπει τον τελευταίο καιρό 11.000 άνθρωποι, επειδή, προς εκδίκηση, ο Ερντογάν άφησε ανοιχτά τα σύνορα στον Έβρο. Όσο πλούσια χώρα κι αν είμαστε, θα δυσκολευτούμε να υποδεχθούμε τόσες χιλιάδες κόσμου. Πού θα πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πού θα βρουν μια γωνιά να απαγκιάσουν και να σιτιστούν;

Το μεγαλύτερο δράμα είναι τα μικρά παιδιά, που ξυπόλητα και μέσα στη βρωμιά τα βλέπεις να παίζουν ξέγνοιαστα, ακριβώς γιατί είναι παιδιά. Πώς θα λυθεί αυτό το μεγάλο πρόβλημα; Ένα πρόβλημα ανθρωπιστικό, αλλά συνάμα και αποπνικτικό. Σε λίγο δεν θα μπορούμε να αναπνεύσουμε από τον συνωστισμό σε κάθε γωνιά του τόπου μας. Είπαμε, είμαστε λαός φιλόξενος, καλόβολος, λυπησιάρης, αλλά ποιον να πρωτολυπηθούμε, τους πρόσφυγες ή τους εαυτούς μας, που ζούμε μέσα σε ένα σύννεφο ανασφάλειας, μιζέριας και εγκληματικότητας, που έχει φτάσει στα άκρα;

Ας μου πει κάποιος, ποια μέρα θα ανοίξει την τηλεόραση και δεν θα δει, δεν θα ακούσει, ως πρώτη είδηση μάλιστα, για φόνους, εγκλήματα, κατά συρροή απάτες, που εξακολουθούν να υπάρχουν παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κράτους, ληστείες και θύματα, κυρίως παιδιά και γέροντες, που ανελέητα χτυπούν άνθρωποι χωρίς ίχνος ανθρωπιάς, σαν αγρίμια, χωρίς να λυπούνται τα άσπρα τους μαλλιά και την ανημποριά τους να αντισταθούν σ’ ένα ξαφνικό χτύπημα από άγνωστους που μπαίνουν στα σπίτια τους και τα λεηλατούν.

Τι να πει μια μάνα που βλέπει να της σκοτώνουν το παιδί και αισθάνεται τον κόσμο να φεύγει κάτω από τα πόδια της; Πότε θα πάψει να υπάρχει αυτός ο εφιάλτης; Πότε θα ξαναγίνουμε μια κοινωνία με λογική, με πίστη και σεβασμό στην ύπαρξή μας την ίδια, την οποία έχουμε καταπατήσει αφημένοι στην τύχη μας σαν ομάδες αγρίων που ζουν με δικούς τους κωδικούς, αδιαφορώντας για τον διπλανό τους.

Και όλοι αυτοί οι φίλοι μας, οι Ευρωπαίοι, τι κάνουν επιτέλους; Θεωρούν την Ελλάδα μια τεράστια χωματερή, όπου μπορούν, με ένα τους χάδι και έναν έπαινο της πλάκας, να πετάξουν ό,τι τους ενοχλεί; Θέλουμε πίσω την πατρίδα μας, όπως ήταν, με τα καλά και τα άσχημά της. Θέλουμε καθαρές τις πόλεις και τα νησιά μας. Δεν διεκδικούμε τίποτα που δεν είναι δικό μας, ούτε απαιτούμε παράλογα πράγματα.

Είμαστε αυτοί που είμαστε, αλλά ξέρουμε, αν τύχει, να υπερασπιστούμε τη γη μας, που έχει ταλαιπωρηθεί από πολέμους, από προσφυγιά όχι σε ξένη χώρα αλλά στον ίδιο τον κορμό της. Θέλουμε να δείξουν ότι τιμούν έναν λαό που έφτιαξε ιστορία και να πάψουν να μας χρησιμοποιούν ως σάκο του μποξ, που δέχεται χτυπήματα, αλλά παραμένει γερός.


Σχολιάστε εδώ