Οικονομικοί κανόνες και ανυπακοή

Υπό
JOHN GALT


Σε όλο τον κόσμο, τα τελευταία 40 χρόνια, πολλοί οικονομολόγοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξηγήσουν, όσο απλά γίνεται, πόσο αποστειρωμένη είναι η έννοια του δυισμού μεταξύ κράτους και αγορών. Δεν είναι λίγοι που εγκατέλειψαν τον αγώνα, όταν κάποιοι γάλλοι συνάδελφοί τους τούς έγραφαν ανώνυμα: «Δεν θέλω να ζω στον κόσμο που περιγράφεις» (απάντηση στον Jean-Jacques Laffont, έναν από τους σημαντικότερους γάλλους οικονομολόγους, στην έκθεσή του ως οικονομικού συμβούλου στον πρωθυπουργό Lionel Jospin με τίτλο «Δρόμος προς ένα σύγχρονο κράτος», 2000).

Η καθημερινότητα τούς έκανε να γνωρίζουν ξεκάθαρα ότι όσο δύσκολο είναι να προκύψει μία ευφυής κυβερνητική μεταρρύθμιση, που με μεγάλη ευκολία μπορεί να περιορίσει τις κοινωνικές αδικίες, τόσο ορθή είναι και η περίφημη φράση του Mark Twain: «Τίποτα πιο αναγκαίο για μεταρρύθμιση, από τις ανθρώπινες συνήθειες». Ενώ είναι εξαιρετικά απλό να σχεδιαστούν πολιτικές που θα βοηθούν το κοινό συμφέρον, είναι τρομερά δύσκολο να αποφευχθούν οι εγκλωβισμοί των κοινωνικά αναγκαίων μεταρρυθμίσεων από τα ειδικά συμφέροντα. Το πρόβλημα ήταν γνωστό από τους γάλλους εγκυκλοπαιδιστές και τους συντάκτες του Αμερικανικού Συντάγματος μέχρι τον Μαρξ.

Αυτά ως εισαγωγή. Η κρίση, που επί μία δεκαετία περνάει η χώρα μας, είναι βέβαιο πλέον ότι είναι κρίση ανθρωπίνων συνηθειών. Σε απλά ελληνικά, είναι κρίση που βασίζεται στη θέση είτε του «δεν βαριέσαι» είτε του «όλοι ίδιοι είναι και τίποτα δεν αλλάζει». Ως κοινωνία, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα αν ήμασταν ένα μεγάλο Άγιο Όρος. Δυστυχώς, όμως, επειδή τυχαίνει να ζούμε μαζί με πολλούς άλλους, που μας επηρεάζουν και τους επηρεάζουμε, είναι ενδεδειγμένο να λαμβάνουμε υπόψη πώς αλλάζει το περιβάλλον, ώστε να προσαρμοζόμαστε ανάλογα.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έφερε στην πρώτη γραμμή την έννοια της «κοινωνικής αλληλεξάρτησης». Δεν υπάρχει το «εμείς κι οι άλλοι». Υπάρχει το μαζί. Όταν λοιπόν οι άλλοι, με τη σύμφωνη γνώμη μας, αποφασίζουν συγκεκριμένους κανόνες εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας αρέσει, αλλά οφείλουμε να τηρούμε τα συμφωνηθέντα…

Η πολιτική που επέλεξε, ως σύνολο, η ΕΕ μετά την κρίση είχε δύο βασικούς άξονες δράσης. Ο πρώτος αφορούσε τον έλεγχο της πιστωτικής επέκτασης στην Ευρωζώνη. Παραχωρήθηκε μαζί με το σύνολο του συστημικού τραπεζικού συστήματος στην ΕΚΤ. Ο δεύτερος, αφού διορθώθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που απεδείχθη αναποτελεσματική στην κρίση του 2008, εισήγαγε τη δημοσιονομική πειθαρχία στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ελέγχουμε όλοι μαζί τους προϋπολογισμούς και συντονίζουμε τις ενέργειές μας ώστε οι εθνικοί προϋπολογισμοί να είναι σύμφωνοι με τα μεσοπρόθεσμα και ήδη εγκεκριμένα σχέδια. Ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που η χώρα ελέγχεται για υπερβολικό χρέος (Ιταλία) ή βρίσκεται σε ενισχυμένη εποπτεία (Ελλάδα).

Όπως κατ’ επανάληψη έχει διατυπωθεί από τα πιο επίσημα χείλη, η μεν ΕΚΤ διαχειρίζεται τη συνολική ρευστότητα, ώστε ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη να είναι γύρω στο 2%, η δε δημοσιονομική επέκταση των εθνικών προϋπολογισμών εγκρίνεται από το Eurogroup και οφείλει να είναι συνεπής με τις δεσμεύσεις των υπουργών Οικονομικών σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.

Δεν είναι δυνατόν ο διοικητής της κεντρικής τραπέζης μιας χώρας-μέλους να εγκρίνει πώληση κρατικών ομολόγων εκτός των ορίων του εγκεκριμένου από το Eurogroup εθνικού προϋπολογισμού. Και δεν επιτρέπεται, όταν εγκρίνονται οι εθνικοί προϋπολογισμοί από το Eurogroup, να μην εξασφαλίζουν εθνικό δημόσιο δανεισμό εντός των ορίων της προστασίας του ευρώ, όπως ελέγχει η ΕΚΤ. Η κατάργηση της εθνικής ανεξαρτησίας στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική ήταν άλλωστε και ο κυρίαρχος λόγος που έφερε την Αγγλία στην έξοδό της από την Ευρώπη.

Η αρχή «pacta sunt servanda», ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται στο διεθνές δίκαιο, δεν έχει την αυστηρότητα που αρχικά της αποδίδεται στο εσωτερικό δίκαιο. Υπάρχει μία ερμηνεία εσωτερικού και μία ερμηνεία εξωτερικού. Η απόκλιση όμως από την αυστηρότητα του «ό,τι συμφωνήθηκε, ισχύει» δεν είναι σε καμιά περίπτωση μία τεράστια ή απροσδιόριστη γκρίζα ζώνη. Πάντοτε τα μέρη θα δέχονται ελαφρυντικά, αλλά και πάντοτε η αυστηρότητα της επιβολής των συμπεφωνημένων θα ισχύει.

Ας ξεχάσουμε στο σκεπτικό μας το τυχαίο και το απρόσμενο. Στην περίπτωση αυτή και για τα δύο μέρη, η γκρίζα περιοχή της αυστηρής επιβολής της δικαιοσύνης επηρεάζεται από την κακοπιστία και την ανυπακοή. Κακοπιστία όταν μία πλευρά δεν αντιλαμβάνεται το επιχείρημα της άλλης ως προς την ειλικρινή και δικαία πρότασή της για παρέκκλιση από τα συμφωνηθέντα και ανυπακοή όταν, για λόγους που δεν δικαιολογούν τη συμπεριφορά της, η μία πλευρά δεν θέλει να ακολουθήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις.

Η κυβέρνηση δεν θέλει να μειώσει τις συντάξεις και πιθανόν αύριο δεν θα θέλει να εφαρμόσει την εφαρμογή του μέτρου της κατάργησης του αφορολογήτου. Το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης θεωρεί ότι και οι δύο επιλογές ήταν λάθος, έστω κι αν ψηφίστηκαν από την κυβερνητική πλειοψηφία, και δεν θα φέρει ε­μπόδια αν ανατραπούν.

Το ερώτημα που μας αφορά είναι: Πώς χαρακτηρίζουμε τη θέση της κυβέρνησης και όλου του κοινοβουλίου σε αντιπαράθεση με εκείνη των εταίρων; Ανυπακοή της χώρας ως προς τη συμφωνία ή κακοπιστία εκ μέρους των εταίρων; Αγαπητέ αναγνώστη, πριν πάρεις θέση, σκέψου σε παρακαλώ την περίπτωση ενός γονέα που πρέπει να αποδεχτεί τη δικαιολογία του παιδιού του σε θέματα αρχών (π.χ. μελέτη). Δεν μιλάμε για τιμωρία, μιλάμε για χαρακτηρισμό της παρέκκλισης από τους όρους μιας συμφωνίας.

Ας δεχτούμε την υπερβολή ότι σύσσωμη η Βουλή συμφωνεί και προτείνει να πουληθεί η Ακρόπολη στη Γερμανία και να μεταφερθεί στο Βερολίνο, όπως μεταφέρθηκε ο Βωμός της Περγάμου, Τα δύο θέματα, Ασφαλιστικό και αφορολόγητο, ανατρέπονται και δεν έχει καμιά σημασία αν χαρακτηριστούν διαρθρωτικά ή δημοσιονομικά. Η επιλογή δεν επηρεάζει την εκλογική διαδικασία της επόμενης χρονιάς, αφού είναι κοινής αποδοχής.

Μπορούμε να δεχτούμε ότι η συνοχή στην Ευρωζώνη διευκολύνεται από αυτήν την πρόταση ή όχι; Είναι λάθος αν εικάσουμε ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κακοπιστία από εμάς και πρόθεση ανυπακοής από τους εταίρους;

Η λογική λέει ότι και τα δύο μέτρα, Ασφαλιστικό και αφορολόγητο, αποτελούν παρεκκλίσεις από τα συμφωνηθέντα. Και τα δύο φαίνονται και από τις δύο πλευρές, έστω κι αν δεν αποκαλύπτεται, ως συμπεριφορά κακομαθημένου παιδιού. Είναι του τύπου «συγγνώμη και δεν θα το ξανακάνω».

Ανεξάρτητα όμως αν αποδεχτούμε ότι μία αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού που θα καλύπτει το συμφωνηθέν πλεόνασμα είναι βιώσιμη, άμεσα προκύπτει το ερώτημα αν η αποδοχή της ανυπακοής είναι και καλόπιστη εκ μέρους των εταίρων ή αποτελεί μία κατάφορη παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία, με έντονα τα στοιχεία μεροληψίας. Έστω κι αν η πρόταση έρθει από όλα τα κόμματα. Θυμίζει την έννοια της ανυπακοής από την παραβολή του ασώτου.

Αντίθετα, οι εταίροι αναλάβουν την ευθύνη της δικής τους κακοπιστίας και αναγκαστικά χαρακτηρίζουν ως αναξιόπιστο το σύνολο της οικονομικής πολιτικής των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Υποχρεώνοντας μάλιστα τα κόμματα να εκτελέσουν μία πολιτική που δεν την ενέκριναν, όταν τους ζητήθηκε, στο Κοινοβούλιο. Ειλικρινά αντιλαμβάνομαι ότι το αδιέξοδο είναι τεράστιο για όλους τους ε­μπλεκόμενους.


Σχολιάστε εδώ