Ώρες διαπραγμάτευσης


Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων


Το τελευταίο χρονικό διάστημα η Ευρώπη αναμετριέται με τον εαυτό της. Παγιωμένες απόψεις και δεδομένες συμμαχίες τελούν υπό αναθεώρηση. Φεντεραλιστικές προσεγγίσεις, ευρωφιλικά ένσημα, ευρωσκεπτικιστικοί αφορισμοί μοιάζουν να βρίσκονται σε μια διαδικασία διαρκούς επιβεβαίωσης και ελέγχου του περιεχομένου τους.

Πόσο φίλος είναι πράγματι κάποιος, πρόσωπο ή χώρα και όχι απλά κατ’ όνομα της Ευρώπης, όταν επιδιώκει πολιτικές που ευνοούν πα­ρωχημένα πρότυπα, καταδικάζουν στη φτώχεια πλειάδα κρατών-μελών και ευνοούν κατά διαβολική σύμπτωση μόνο τη χώρα του; Και αντίστοιχα πόσο ευ­ρωσκεπτικιστής είναι κάποιος όταν προβληματίζεται και αντιδρά σε πολιτικές, με χαρακτηριστική αυτή του Μεταναστευτικού, πυροδοτεί αντιδράσεις, ενισχύει τη δυσθυμία των κοινωνιών, ευνοεί την άνοδο των ακραίων και δημαγωγών και ακρωτηριάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση; Και όλα αυτά στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης πολιτικής ορθότητας και ενός στρεβλού κοινωνικού ακτιβισμού, ελεγχόμενων κινή­τρων και στοχεύσεων;

Το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέδειξε ανάγλυφα τα νέα δεδομένα. Η Ιταλία, που σταθερά επεδίωξε τους στόχους της και έκανε αισθητή την παρουσία της. Από άποψη θεματικής και προτεραιοτήτων κατ’ αρχάς και στη συνέχεια μέσα από μια παραδοχή για την ανάγκη στήριξής της. Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού της, το δίχως άλλο, ήταν αγέρωχη. Και με βέτο απείλησε και δεν κάμφθηκε από τους εξυπνακισμούς περί πυροσβεστών και μεταλλειοεργατών. Ορθά και εμφατικά ανέδειξε ό,τι αφορούσε τα προτάγματα της χώρας του. Κατά τούτο, μια διαδικασία που σε άλλες εποχές θα διέπονταν από τον τόνο που έθετε η Γερμανία τράβηξε σε μάκρος προκειμένου να συμπεριλάβει τις αντιτιθέμενες θέσεις. Οι συνήθεις σαρκασμοί και οι εκ των υστέρων προβληματισμοί για την απειλή χρησιμοποίησης και την προβολή του βέτο δεν μπορούν να παραγνωρίσουν την πραγματικότητα που τα κυρίαρχα κράτη-μέλη μπορούν και διαμορφώνουν.

Αναμφισβήτητα κανείς δεν επιχαί­ρει με τη δυστοκία στην εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Εύλογη είναι και η ανησυχία εν όψει του δύσκολου δρό­μου για το ενιαίο ευρωπαϊκό άσυλο, μέσα από την αρχή της αλληλεγγύης.

Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να πα­ραγνωρίζεται το γεγονός ότι όλοι ομονοούν στην ανάγκη ενίσχυσης και θωράκισης των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μια παραδοχή που αντικατοπτρίζεται και στο σχέδιο του κοινοτικού προϋπολογισμού. Το κονδύλι για τις δράσεις ασφάλειας και φύλαξης των εξωτερικών συνόρων έχει τετραπλασιαστεί και από 5 περίπου δισ. που ήταν στον προηγούμενο προ­ϋπολογισμό προτείνεται να ανέλθει στα 21 δισ. ευρώ. Μια πραγματικά χρυσή ευκαιρία για τη χώρα μας. Που ούτως ή άλλως ιστορικά και με συνέχεια έχει τον ρόλο του ακρίτα της Ευρώπης. Δικαιούται, το δίχως άλλο, να αξιοποιήσει τους κοινοτικούς σχεδιασμούς και τις αποφάσεις στον τομέα αυτό. Με σκληρή και συνεχή διαπραγμάτευση. Ακόμα και αν αυτή δεν γίνεται από έναν «καθηγητή της Νομικής».


Σχολιάστε εδώ