Η Τουρκία μετά τις εκλογές: Ο Ερντογανισμός αποκτά βαθιές ρίζες

Η Τουρκία μετά τις εκλογές: Ο Ερντογανισμός αποκτά βαθιές ρίζες


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Οι εκπλήξεις που ανέμεναν ορισμένοι -σίγουρα λίγοι- μετά τα αποτελέσματα των διπλών εκλογών, προεδρικών και κοινοβουλευτικών, δεν επαληθεύθηκαν. Ο Ταγίπ Ερντογάν επανεξελέγη θριαμβευτικά λαμβάνοντας το 52,6% των ψήφων και η επανεκλογή του σηματοδοτεί τη μετάβαση από την Κοινοβουλευτική στην Προεδρική Δημοκρατία, με συγκέντρωση όλων σχεδόν των εξουσιών στα χέρια του Προέδρου!

Μία Δημοκρατία α λα τούρκα, θα έλεγε κανείς. Αντίθετα, το Κόμμα Ευημερίας και Προόδου (ΑKP), του οποίου ηγείται ο κ. Ερντογάν, δεν κατόρθωσε να συ­γκεντρώσει ανάλογο ποσοστό ψήφων, καθώς ήρθε μεν πρώτο αλλά θα αναγκασθεί να συγκυβερνήσει με το εθνικιστικό κόμμα (ΜΗΡ) του Μπαχτσελί, που έλαβε 11,1%. Παράξενη η απώλεια ψήφων του κεμαλικού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο κυβέρνησε τη χώρα για δεκαετίες και ήδη κλυδωνίζεται όσον αφορά την παραμονή ή όχι στην ηγεσία του Κιλιντσάρογλου, κύριου πολιτικού αντίπαλου του Ερντογάν.

Το φιλοκουρδικό ή, για να κυριολεκτούμε, κουρδικό κόμμα (ΗDP) σημείωσε σημαντική επιτυχία με το 11% που έλαβε, ξεπερνώντας το κατώτατο όριο εισόδου στη Βουλή (10%), και εξέλεξε συνολικά 67 βουλευτές. Το ποσοστό αυτό, αν λάβει κανείς υπόψη και την αποχή -αναγκαστική και μη-, δικαιώνει όσους υποστηρίζουν ότι ο συνολικός αριθμός του κουρδικού πληθυσμού στην Τουρκία πρέπει να εγγίζει τα είκοσι εκατομμύρια!

Τα τελικά εκλογικά αποτελέσματα ανακοινώθηκαν προχθές, Παρασκευή 29 Ιουνίου, ενώ τα μέλη της νέας Βουλής θα ορκισθούν στις 8 Ιουλίου, παράλληλα με την ορκωμοσία του Προέδρου. Θα ακολουθήσει η ανακοίνωση της σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου καθώς και του Προέδρου της Βουλής, με πιθανότερο υποψήφιο τον πρωθυπουργό Μπ. Γιλντιρίμ, ο οποίος, ως γνωστόν, ανήκει στο πλειοψηφούν κόμμα του κ. Ερντογάν (ΑΚΡ).

Προεκλογικά το ενδιαφέρον για τις διπλές εκλογές στην Τουρκία είχε επικεντρωθεί στο αν ο Ερ­ντογάν θα εξασφάλιζε την εκλογή του την πρώτη Κυριακή ή θα χρειαζόταν να αναμετρηθεί με τον κύριο α­ντίπαλό του, τον Κεμαλικό Κιλισντάρογλου, σε δεύτερο γύρο. Πολλά ήταν, επίσης, τα ερωτηματικά εντός και εκτός της Τουρκίας για το πού μπορεί να οδηγήσει η απόκτηση απεριόριστων εξουσιών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Μετά τη θριαμβευτική επανεκλογή του ο Ερντογάν φρόντισε να επαυξήσει παρά να καθησυχάσει τις ανησυχίες όσων ήλπιζαν ότι θα χαμήλωνε τους τόνους και θα έδειχνε μεγαλύτερη συγκαταβατικότητα έναντι φίλων και μη του καθεστώτος του. Συνέχισε τις απολύσεις και συλλήψεις όσων θεωρεί ότι είναι ενά­ντιοι στις πολιτικές επιλογές του καθώς και την αντιδυτική ρητορική του, δίδοντας μάλιστα μαθήματα Δημοκρατίας, συγκρίνο­ντας τη μεγάλη προσέλευση που σημειώθηκε στις τουρκικές εκλογές με τη συνήθως χαμηλή στις δυτικές χώρες. Ξέχασε, όπως φαίνεται, να τις συγκρίνει με ανάλογες εκλογές σε χώρες που επικρατούν απολυταρχικά καθεστώτα, όπου η προσέλευση εγγίζει το 100%. Παρέβλεψε, επίσης, ότι οι διπλές εκλογές διεξήχθησαν υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, που συνεχώς παρατείνεται, μετά το αποτυχόν πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.

Ανάλογη κατάσταση θα ήταν αδιανόητη για δυτική δημοκρατική χώρα. Αρκετοί ευρωπαίοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, συνεχάρησαν τον κ. Ερντογάν για την επανεκλογή του, ορισμένοι μάλιστα με παραινέσεις για περισσότερη Δημοκρατία. Ιδιαίτερα σημειώνεται η κριτική στάση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ, το οποίο στα συμπεράσματά του την περασμένη Τρίτη διαπιστώνει απομάκρυνση της Τουρκίας από την ευρωπαϊκή της πορεία, προσθέτει δε ότι υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να προχωρήσει η αναθεώρηση της ισχύουσας τελωνειακής ένωσης, ούτε η εξέταση νέων κεφαλαίων προσχώρησης στην Ένωση.

Να έχει, άραγε, ο κ. Ερντογάν κάνει ήδη τις επιλογές του ως προς τον πολιτικό – διπλωματικό προσανατολισμό της Τουρκίας; Το βλέμμα δηλαδή στραμμένο προς τον ισλαμικό κόσμο και μια οπορτουνιστική πολιτική έναντι της Δύσης, με την οποία τη συνδέουν πολλά συμφέροντα, όπως και με τη Ρωσία; Ως προς το τελευταίο, μάλλον πρέπει να περιμένουμε τις προγραμματικές του δηλώσεις, μετά την επίσημη ανάληψη των ενισχυμένων εξουσιών του.

Μια απομάκρυνση από τη Δύση δεν νομίζω να την επιθυμούν πολλοί Τούρκοι. Όμως ο Ερντογάν, ιδιαίτερα με την πολιτική που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα, προβληματίζει πολλούς στη Δύση για το αν τελικά η Τουρκία επιθυμεί να ενταχθεί στον δυτικό κόσμο.

Η συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Δύσης δοκιμάζεται και με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια διαρκής επιθετικότητα από πλευράς της Άγκυρας, με συνεχείς παραβιάσεις του θαλάσσιου και εναέριου χώρου στο Αιγαίο, με αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και διεκδικήσεις νησίδων και βραχονησίδων. Η επίσημη επίσκεψη που πραγματοποίησε τον περασμένο Δεκέμβριο στην Ελλάδα ο τούρκος Πρόεδρος δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα. Πώς θα συμπεριφερθεί ο παντοδύναμος πλέον Ερντογάν έναντι της χώρας μας; Είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί προϊόντος του χρόνου.

Μήπως επιβάλλεται μια αναθεώρηση της εξωτερικής μας πολιτικής έναντι της Τουρκίας; Πρώτον, σε επίπεδο ΕΕ, να επιδιωχθεί από την πλευρά μας να τεθεί η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπό την προϋπόθεση επίλυσης των διαφορών με τις χώρες-μέλη της Ένωσης. Δεύτερον, να επανεξετασθεί το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αρχής γενομένης με επίλυση της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση της ΑΟΖ με προσφυγή στα αρμόδια διεθνή δικαστήρια.

Η κεμαλική Τουρκία φαίνεται να ανήκει πλέον στο παρελθόν και τη διαδέχεται η ερντογανική Τουρκία, που δείχνει να αποκτά βαθιές ρίζες. Σίγουρα θα διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά από την προηγούμενη, όπως τον εθνικισμό-πατριωτισμό, αλλά θα διαφέρει ως προς τον πολιτικό – διπλωματικό προσανατολισμό. Είμαστε όμως γείτονες και αναγκαστικά θα πρέπει να βρεθεί ένα νέο modus vivendi μαζί τους.


Σχολιάστε εδώ