Habemus Papam (?)


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Έχουμε Πάπα! Έτσι αναφωνούσαν στη Ρώμη, όταν από την καμινάδα του Βατικανού έβγαινε ο άσπρος καπνός (fumata bianca), σήμα ότι είχε εκλεγεί ο νέος Πάπας. Προηγουμένως καμία πληροφορία δεν διέρρεε από τον χώρο όπου συνερχόταν το κονκλάβιο των καρδιναλίων που εκλέγει τον εκάστοτε Ποντίφικα. Παρέμεναν έγκλειστοι, χωρίς καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο, για να μην επηρεασθούν -δήθεν- στην προτίμησή τους ή, όπως λέγανε, να εμπνέονται μόνο από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος! Βέβαια, οι ισχυρές οικογένειες έβρισκαν πάντα τρόπο να επηρεάζουν ή και να υπαγορεύουν την προτίμησή τους. Πόσο ε­μπνευσμένη και σοφή ήταν η επιλογή τους, θα αποδεικνυότανε από τη θητεία του νέου Πάπα, δηλαδή από το πόσο σθεναρά θα υπερασπιζόταν τον Καθολικισμό και την προνομιακή θέση της Εκκλησίας έναντι της κοσμικής εξουσίας, βασιλέων, πριγκίπων, κόμηδων, βαρόνων κ.ά.

Κάθε υποψία ή σκέψη σύγκρισης της διαδικασίας επιλογής του εκάστοτε Πάπα με την αρχική συμφωνία για το «Μακεδονικό», που αναγγέλθηκε επισήμως την Τρίτη 12 Ιουνίου, θα ήταν άτοπη και παρακινδυνευμένη. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένοι παραλληλισμοί, που βοηθούν στην καλύτερη αντίληψη των καταστάσεων. Κατ’ αρχάς, η μυστικότητα των διαπραγματεύσεων με τη σκοπιανή πλευρά, που η αντιπολίτευση τις χαρακτήρισε έως και μυστική διπλωματία. Νομίζω ότι μια τέτοια θέση στερείται βασιμότητας.

Οι διαπραγματεύσεις, διμερείς ή πολυμερείς, δεν μπορεί να δημοσιοποιούνται στις λεπτομέρειές τους. Σε όλη τους την πορεία υπήρχαν συνεχώς δηλώσεις από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Νίκο Κοτζιά και τον σκοπιανό ομόλογό του, κατά τις οποίες διαγραφόταν το πλαίσιο εντός των οποίων διενεργούνταν οι συνομιλίες, ενημέρωση πολιτικών κομμάτων και ηγεσιών όπως και σχετικές δηλώσεις από τον διαμεσολαβητή του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Μάθιου Νίμιτς. Σε αντίθεση με τις επίσημες διαπραγματεύσεις, η μυστική διπλωματία ασκείται με απόλυτη απουσία δημοσίου διαλόγου και απλώς γνωστοποιούνται οι αποφάσεις.

Η συμφωνία που επήλθε μεταξύ Ελλάδας – ΠΓΔΜ, όπως αναγγέλθηκε από τους πρωθυπουργούς των δύο χωρών, με το πλήρες κείμενο να βλέπει το φως της δημοσιότητας μόλις την περασμένη Πέμπτη, έχει θετικά αλλά και επίμαχα σημεία. Μπορούμε να τα διαχωρίσουμε σε γενικά, ειδικότερου διμερούς ενδιαφέρο­ντος και γκρίζα σημεία. Διάχυτη είναι η εντύπωση ότι με τη συμφωνία δημιουργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Βαλκανικής και ευνοείται η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων στον οικονομικό, εμπορικό, πολιτιστικό τομέα με τη γείτονα χώρα αλλά και τις άλλες χώρες της περιοχής. Αυξάνεται και ενισχύεται το κλίμα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, απομακρύνονται ή μειώνονται οι κίνδυνοι αποσταθεροποίησης και συγκρούσεων στην περιοχή μας και γενικά δημιουργούνται κατάλληλες προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.

Σε διμερές επίπεδο, τα πλεονεκτήματα και τα οφέλη από τη συμφωνία είναι πλέον ορατά. Με τη συμφωνία τίθεται ένα τέλος στο χρόνιο πρόβλημα που επηρέαζε αρνητικά τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Διευθετείται το πρόβλημα της ονομασίας, που πλέον θα είναι εκείνο της «Βόρειας Μακεδονίας» ή «SEVERNA MAKEDONIJA», που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes). Επίσης, προβλέπεται η δρομολόγηση διαδικασιών για την απάλειψη όσων αλυτρωτικών διατάξεων περιέχονται στο ισχύον Σύνταγμα.

Το επίμαχο σημείο που προκάλεσε πολλές και ποικίλες αντιδράσεις στον πολιτικό κόσμο και οδήγησε στην πρόταση δυσπιστίας από την αξιωματική αντιπολίτευση κατά της κυβέρνησης είναι η παρεχόμενη δυνατότητα, βάσει της αρχής του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, χαρακτηρισμού της γλώσσας ως «μακεδονικής», όπως και της εθνικότητας των πολιτών της ως «Μακεδόνων».

Οι διευκρινίσεις που περιέχονται στο άρθρο 7 της συμφωνίας, όπου αναφέρεται ότι ο όρος «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο που ανάγεται στον ελληνικό πολιτισμό, κ.λπ., και η «μακεδονική γλώσσα» ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών, κρίνονται από πολλούς μη ικανοποιητικές και δεν απαντούν στις ελληνικές αιτιάσεις, γιατί προς τα έξω εκείνο που θα μείνει για τους βόρειους γείτονές μας θα είναι το «Μακεδόνες» και «μακεδονική». Αν, π.χ, αντί της ονομασίας «SEVERNA MAKEDONIJA» είχε επιλεγεί ονομασία με χρονικό προσδιορισμό, π.χ., «Νova Μakedonija» («Νέα Μακεδονία), μια ονομασία που θα προσδιόριζε γλώσσα και εθνότητα, διαχωρίζοντας από την αρχαία και νέα ελληνική Μακεδονία, δεν θα αποφεύγονταν οι παρερμηνείες;

Το παράξενο είναι ότι αντιδράσεις για τη συμφωνία σημειώνονται και από την αξιωματική αντιπολίτευση της ΠΓΔΜ, το εθνικιστικό VMRO-DPMNE, με εκφραστή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Ιβάνοφ. Εδώ μπορούμε να επικαλεσθούμε την ελληνική παροιμία «δεν φτάνει που μας χρώσταγαν μας πήραν και το βόδι!». Κάποια σχόλια πρέπει να γίνουν και όσον αφορά τη στάση τρίτων χωρών και διεθνών περιφερειακών οργανισμών. Η αρχική συμφωνία χαιρετίσθηκε θετικά από τις ΗΠΑ και από εκπροσώπους του ΟΗΕ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και με υπονοούμενα από τον ρώσο υπουργό των Εξωτερικών κ. Λαβρόφ. Παρά τη ρητή τοποθέτηση του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έσπευσε να τονίσει ότι η πρωτοβουλία και οι διαπραγματεύσεις για την ονομασία ήταν αποκλειστική επιλογή του ιδίου και του υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά, ο ίδιος δύσκολα πείθει.

Ουδείς αγνοεί τον παρασκηνιακό ρόλο τόσο της Ουάσινγκτον όσο και του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που θέλουν να εντάξουν τα Σκόπια και στους δύο αυτούς οργανισμούς. Δεν θα αναφερθούμε στα διαδικαστικά της υπογραφής της συμφωνίας από τους δύο πρωθυπουργούς στις Πρέσπες, όπως έχει προαναγγελθεί, ούτε στην ψήφιση από τα αντίστοιχα Κοινοβούλια και τη διενέργεια δημοψηφίσματος στη γειτονική χώρα. Όλα τίθενται υπό την αίρεση του αποτελέσματος της πρότασης μομφής, η έκβαση της οποίας είναι απρόβλεπτη. Τούτο μας εμποδίζει να σχολιάσουμε περαιτέρω την ελληνοσκοπιανή συμφωνία για την ονομασία και τα συνδεόμενα με αυτή. Επαναφέρουμε όμως, με ιδιαίτερη ανησυχία, το ερώτημα: Τελικά θέλουμε ή όχι λύση του «Μακεδονικού»;


Σχολιάστε εδώ