Απαρέγκλιτη ανάγκη η αμυντική θωράκιση των ευρωπαϊκών συνόρων της Ελλάδος

Απαρέγκλιτη ανάγκη η αμυντική θωράκιση των ευρωπαϊκών συνόρων της Ελλάδος

Του
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Α. ΖΟΛΩΤΑ


«Οικτρός τις αιών πατρίδος εκλιπείν όρους»
(«Αξιοθρήνητος ο άνθρωπος σαν αφήνει τα σύνορα της πατρίδος»)
Ευριπίδης, Αίολος (Ιωάννης Στοβαίος, Περί πατρίδος)

Σε μίαν εκ των προσφάτων συνεντεύξεών του (Iefimerida, 12.03.2018), ο καθηγητής Πανεπιστημίου κ. Θάνος Βερέμης ηρωτήθη υπό του δημοσιογράφου μεταξύ άλλων και επί των ελληνο- τουρκικών σχέσεων και δη «Πώς πρέπει ν’ αντιδράσει η Ελλάς στις προκλήσεις Έρντογαν». Ο κ. Βερέμης απήντησε: «Καλλιεργώντας τους φίλους μας. (…) Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όποτε η Ελλάδα ήταν μόνη έχανε, όταν είχε συμμάχους κέρδιζε. Πότε έχασε ; Το 1897. Τότε ήταν μόνη. Κόντεψαν να φθάσουν στην Αθήνα οι Τούρκοι. Κερδίσαμε στον Α’ ΠΠ επειδή είχαμε συμμάχους. (…)».

Η Ελλάς τότε (1897) έστελλε δυνάμεις στην τελούσα υπό οθωμανική επικυριαρχία Κρήτη επί σκοπώ την ένωση. Οι προτάσεις των παρενεβληθεισών Μεγάλων Δυνάμεων δεν εγένοντο υπ’αυτής αποδεκτές -εκείνες είχον αποφανθεί υπέρ της αυτονομίας της Κρήτης ήδη στο Βερολίνο, την 13.07.1878 και 28.10.1896-, κατόπιν δε εξέσπασε ο «ατυχής» πόλεμος στην Θεσσαλία και την Ήπειρο. Σημειωτέον, οι Οθωμανοί ετύγχανον ήδη της συνδρομής των Γερμανών (στρατάρχης Κόλμαρ φον ντερ Γκολτζ). Η μικρά ακόμη Ελλάς, πέραν του κινδύνου δριμείας κολοβώσεως αυτής, υπεχρεώθη και σ’εκτενείς αποζημιώσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία (4 εκατ. Τ.Λ.), όπερ επεβάρυνε περαιτέρω την χρεοκοπημένη οικονομία της, εξαναγκάζουσα αυτήν σε πλήρη Διεθνή Οικονομικό Ελέγχου (ΔΟΕ)• το δε εθνικό αίσθημα εκάμφθη έτι περαιτέρω εκ της «αψόγου» στάσεως που της επεβλήθη, διά την μη ένωσή της με την Κρήτη άνευ συμφώνου γνώμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Δυνάμεων. Η στάση αύτη τηρείται και σήμερα.

Τότε (1910) ξεπρόβαλε ένας χαρισματικός ηγέτης, του οποίου το ανορθωτικό έργο και ο υπ’ αυτού εδαφικός διπλασιασμός της χώρας την ώθησαν ν’ ανακτήσει το κύρος της και ορθώσει το ανάστημά της, ακολούθως δε συνέδραμε καθοριστικά και στην συντομωτέρα λήξη τούτου του Α’ ΠΠ, οπότε και οι Δυνάμεις μετέβαλον άρδην στάση. Ο τότε Άγγλος πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Λόιντ Τζωρτζ, εξεφώνησε στην Βουλή των Κοινοτήτων τ’ ακόλουθα χαρακτηριστικώς (Πρακτικά Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση 76/31.08.1920 ή Ελεύθερη Ώρα, 06.10.2017):

«Μετ’ από επισταμένη εξέταση του ζητήματος [της Μικράς Ασίας], η Βρετανική Κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η καλυτέρα λύση θα ήταν να χρησιμοποιηθούν οι δυνάμεις που διέθετε η Ελληνική Κυβέρνηση, διά την εκκαθάριση της καταστάσεως, εξησφαλίσθη δε και η συναίνεση της Γαλλίας και της Ιταλίας προς τον σκοπό αυτόν. (…). Οι ελληνικές δυνάμεις ετέθησαν σε κίνηση και το σχέδιό του [του Ελ. Βενιζέλου] εξετελέσθη.

Τα Ελληνικά Στρατεύματα ήσαν καλώς οργανωμένα και είχαν καλούς ηγέτες, επολέμησαν μετά μεγάλης ορμής και ανδρείας και συμπεριεφέρθησαν κατά τρόποαντάξιο των μεγάλων παραδόσεων της Φυλής τους, ουδεμία δε Φυλή στον κόσμο έχει λαμπρότερο παρελθόν, είτε εν ειρήνη, είτε εν πολέμω. Οι τουρκικές δυνάμεις υπέστησαν επανειλημμένες ήττες, η δε τάξη απεκατεστάθη. (…). Ποία λοιπόν η κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή [περιοχή Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]: Είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε αρέσει στην Ευρώπη είτε όχι, πρέπει να την εννοήσουμε σαφώς. (…)

Ο Τούρκος από πολλού αποζεί από το κεφάλαιο που απέκτησε από μακραιώνιες θηριώδεις βίες. Κατά τα τελευταία έτη διεσπάθησε και το κεφάλαιο τούτο εξ ολοκλήρου. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι διετράνωσαν το γεγονός ότι ο Τούρκος δεν ήταν πλέον ο άλλοτε τόσον επίφοβος. (…) Η κατάσταση μετεβλήθη άρδην. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν συγκρατήσει το τουρκικό καθεστώς, όχι από ιδιάζουσα προς αυτό εμπιστοσύνη, αλλ’ από φόβο του τί μπορούσε να συμβεί εάν το καθεστώς αυτό επρόκειτο να εκλίψει. Δεν υπήρχε άλλος να λάβει την θέση του. Ο Τούρκος ήσκει είδος αξέστου και ενίοτε βαρβάρου κυριαρχίας, αλλά ήταν επί τέλους μία κυριαρχία (…). (…) Γι’ αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις επί ολόκληρες γενεές έμεναν σύμφωνοι στην συγκράτηση της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, με όλην την διαφθορά και ακαταστασία της (…). Αλλ’ ο τελευταίος πόλεμος [Α’ ΠΠ] ανέτρεψεν εντελώς την κατάσταση αυτής.

Η Τουρκία διερράγη ανεπανορθώτως, εμείς δε ουδένα λόγοέχουμε να θρηνήσωμε γι’ αυτό. Η Τουρκία παρεβίασε όλες τις υποσχέσεις της και πούλησε όλους τους φίλους της, της Μ. Βρετανίας συμπεριλαμβανομένης. Εμείς υπεστηρίξαμε την Τουρκία σταθερά και σε ημέρες καλές και σε ημέρες χαλεπές. Το χρήμα, το αίμα και η διάνοια της Αγγλίας εδόθησαν αφειδώς υπέρ της περιφρουρήσεως της ακεραιότητος και της ισχύος αυτής, στην κρισιμωτάτη ώρα της ιστορίας μας, αυτή δεμάς αντάμοιψε πολώντας μας στον επικινδυνωδέστατο και ασπονδώτερο εχθρό [την Γερμανία].

Δεν μπορούμε λοιπόν να έχουμε πλέον οιανδήποτε εμπιστοσύνη σ’ αυτήν, διότι και αν ακόμη υπέγραφε σύμβαση μαζί μας, θα μπορούσε και πάλι να μας πωλήσει. (…). Πρέπει να βρούμε αντικαταστάτη (…). (…). (…) οι Έλληνες επέδειξαν κατά τον τελευταίο τούτο πόλεμο [Α΄Π.Π.] δύναμη, ικανότητα, ψυχραιμία και πολιτική διαίσθηση. Είναι Λαός λίαν νοήμων, εργατικός, ανδρείος και ικανός στην ναυτιλία, την γεωργία και το εμπόριο. Έχουν μέγα παρελθόν, καθώς και το ελληνικό χάρισμα μέχρι και σήμερα τού να παράγουν μεγάλους αρχηγούς. Διότι ο κ. Βενιζέλος είναι διάδοχος μεγάλων αρχηγών, δεν είναι απλώς εξαιρετικό φαινόμενο [!].

Οι Σύμμαχοι επομένως εχρησιμοποίησαν αδιστάκτως τις δυνάμεις που διέθετε η Ελληνική Κυβέρνηση, ώστε τη συνδρομή αυτών να επαναφέρουν την τάξη σε τούτο το μέρος του κόσμου (…). Νομίζω ότι το πείραμα εστέφθη με επιτυχία, γεγονός ευχάριστο και πλήρες ελπίδων διά το μέλλον, καθότι απέδειξεν ότι, όταν ο Έλλην αναλαμβάνει να εκτελέσει κάποιο έργο, τούτο σημαίνει ότι ανεμέτρησε επακριβώς και τις δυνάμεις και τα μέσα που διαθέτει. Αυτό μού φαίνεται ως ένα από τα μάλλον ευοίωνα σημεία στο μέρος αυτό της Ανατολής. (…)».

Ο μέγας αυτός Βρετανός πολιτικός και φιλέλλην εδήλωσε σε άλλη περίσταση επίσης τ’ ακόλουθα, όπως τα κατεχώρησε ο τότε υπουργός Ναυτικών και διαρκούντος του Β’ ΠΠ πρωθυπουργός της Μεγ. Βρετανίας, στα πρώτα επί του Α’ ΠΠ απομνημονεύματά του Ουΐνστον Σ. Τσώρτσιλ (Η παγκοσμία κρίση, τόμ. IV: 1919, εκδ. Payot, Παρίσι, 1931, σελ. 387):

«Οι Έλληνες είναι ο λαός του μέλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο. Παραγωγικοί και γεμάτοι ενέργεια, αντιπροσωπεύουν τον χριστιανικό πολιτισμό έναντι της τουρκικής βαρβαρότητας. (…). Μία Μεγάλη Ελλάδα θ’ αποτελέσει ανεκτίμητο πλεονέκτημα διά την Βρετανική Αυτοκρατορία. Οι Έλληνες εκ παραδόσεως, από συμπάθεια και από συμφέρον, διάκεινται φιλικώς προς ημάς. Είναι σήμερα 5 ή 6 εκατομμύρια. Εάν κρατήσουν τα εδάφη που μόλις τούς έχουν επιδικασθή [Σμύρνη], εντός 50 ετών θα είναι 20 εκατομμύρια. Ως καλοί ναυτικοί, θα εξελιχθούν σε ναυτική δύναμη.

Οι πλέον σημαντικές νήσοι της Ανατολικής Μεσογείου τους ανήκουν• μπορούν ν’ αποτελέσουν φυσικές βάσεις υποβρυχίων, σε θέσεις που καλύπτουν τα πλευρά των συγκοινωνιών μας μετά των Ινδιών, της Αυστραλίας, της Άπω Ανατολής, διά της Διώρυγος του Σουέζ. Οι Έλληνες έχουν έντονο το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης. Εάν τους δείξομε πιστή φιλία κατά την περίοδο της εθνικής τους επεκτάσεως, θ’ αναδειχθούν σ’ έναν από τους βασικούς φύλακες της κυρίας οδού που εξασφαλίζει την ενότητά της [της Βρετανικής Αυτοκρατορίας]. (…)».

Η γεωγραφική θέση της χώρας μας καθιστά τ’ ανωτέρω πάντοτε επίκαιρα. Τότε η Ελλάς μπόρεσε και εκέρδισε την κοσμοκράτειρα Βρετανική Αυτοκρατορία, επειδή είχε ηγέτη που έπεισε πως αυτή άξιζε και μπορούσε, τούτο δε διά το ευρύτερο μεταξύ όλων των τότε συμμάχων συμφέρον. Επειδή δε, ως καθομολογείται, ο Ελ. Βενιζέλος δεν ήταν εξαιρετικό φαινόμενο και επειδή το διακύβευμα σήμερα δεν είναι η Ιωνία, παρά ο σεβασμός επί συνομολογηθεισών συνθηκών, φρονούμε πως η σημερινή ελληνική πολιτική ηγεσία είναι σε θέση να πείσει τους εταίρους μας (ΕΕ), ότι οι αλλεπάλληλες παραβιάσεις των συνόρων μας, προκαλούσες φθορές και απώλειες σε άψυχο και έμψυχο δυναμικό, εν συνδυασμώ προς τις τουρκικές δηλώσεις, αντανακλούσες προαίρεση και βούληση επιδοκιμάζουσες το αιμοσταγές, αποτρόπαιο παρελθόν της (Μπιναλί Γιλντιρίμ: «Να μην ξεχνούν την 9η Σεπτεμβρίου του 1922 όσοι κάνουν ζωή κουρσάρων στο Αιγαίο», Καθημερινή, 09.04.2018), της γείτονος επιδιώκουσας ευκαιρία θερμού επεισοδίου προς αναθεώρηση του διέποντος το Αιγαίο καθεστώτος, επιτάσσουν την ενεργό προστασία της Ελλάδος στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφαλείας και Αμύνης.

Η κακόπιστος Τουρκία συνάπτει συνθήκες, τις οποίες κατόπιν αψηφά, προβάλλουσα παντοειδείς προκλήσεις και απειλές, προς πλήρη περιφρόνηση της απαρασαλεύτου αρχής Pacta sunt servanda ή Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται (άρ. 26 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών), όπερ ισχύει κατ’ έθιμο. Δεν δύναται να θέσει θέμα αναθεωρήσεως της Συνθήκης της Λωζάννης (24.07.1923) βάσει της αρχής Των πραγμάτων ούτως εχόντων (Clausula rebus sic stantibus), εφ’ όσον αυτή αύτη είναι υπαίτιος της μεταβολής των πραγμάτων τούτων (άρθρ. 62, παρ. 2 β της Συμβάσεως)• κατά μίαν άποψη, προκειμένου περί θαλασσίων συνόρων, ίσως να μπορεί (Lisztwan, J., Stability of Maritime Boundary Agreement, YLIL, σελ. 186-87).

Εξ άλλου, η ιδία η Ελλάς έχει προβεί σε συμφωνίες μαζί της εις βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων (Βέρνη-11.11.1976, Νταβός-01.02.1988, Μαδρίτη-08.07.1997) και αντικείμενες στο Σύνταγμα (άρ. 28, παρ. 3: «H Eλλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, (…) και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας»).

Ταύτα δε παρ’ όλην την επικύρωση υπ’ αυτής (Ν. 2321 ΦΕΚ 136/23.06.1995) της Συμβάσεως των ΗΕ διά το Δίκαιο της Θαλάσσης (UNCLOS), στην οποίαν η επίσης κυρώσασα αυτήν ΕΕ (01.04.1998) έχει κατ’ επανάληψη καλέσει την Τουρκία να προσχωρήσει. Εφ’ όλων των ανωτέρω, η διεθνής Συνθήκη της Λωζάννης, κυρωθείσα υπό αμφότερες Ελλάδος και Τουρκίας (Κοινωνία των Εθνών, Επίσημη Εφημερίδα, 04.10.1924, σελ. 1292) και η UNCLOS, δεσμεύουσα και τα μη υπογράψαντα αυτήν κράτη, καθ’ ότι συνιστά επίσης έθιμο, βάσει και της εμπνέουσας τούτο κοινής πεποιθήσεως (opinio juris), κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Διά να καταστεί τούτο επαρκώς κατανοητό, πρέπει και ν’ αμυνόμεθα αυτών δεόντως, προς αποτροπή εντυπώσεων περί τάχα υπαναχωρήσεως απ’ αυτές.

Κατόπιν τούτων, η από 22.03.2018 δικαία δήλωση της ΕΕ, περί ρητής καταδίκης της παρανόμου συμπεριφοράς της Τουρκίας στο Αιγαίο, πρέπει ν’ αποτελέσει εφαλτήριο, ιδία μετά και την υιοθέτηση της νέας Στρατηγικής αυτής (28.06.2016), που εδράζεται στην σύμπλευση «ηπίας και σκληρής ισχύος» (σελ. 3), διά την οργάνωση εντός της ελληνικής επικράτειας κοινών ευρωπαϊκών δυνάμεων, προκειμένου περί της προλήψεως ή αντιμετωπίσεως εξωτερικών απειλών και κρίσεων ή της διαφυλάξεως των συνόρων και της συνόλου ακεραιότητος της ιδίας της ΕΕ. Τοιαύτη δε συμμαχία πάντα «χάριν εἰρήνης» (Πλάτων, Νόμοι, Α΄, 628 d-e).


Σχολιάστε εδώ