ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΟΣΙΟΙ ΨΕΥΤΕΣ

Του
Μιχάλη Φιοράντε


Έπεφτε τό ξημέρωμα
όταν γυρνούσα σπίτι,
ο γάτος δέν νιαούριζε
ήταν, νομίζω, Τρίτη.
•••
Λίγο παραξενεύτηκα
καί τό κλειδί μου βγάζω,
όμως η πόρτα ανοιχτή
κι ο γάτος σ’ ένα βάζο,
•••
νεκρός καί γύρω αίματα.
Δέν ήξερα τί βλέπω
ποιός ήταν τάχα ο φονιάς!
Καί άρχισα νά ρέπω
•••
σέ παραμύθια παλαιά
μέ τό μυαλό χαμένο.
Ήταν Σαββατοκύριακο
κι ο Κόσμος ένα τρένο
•••
μέ χαλασμένες μηχανές,
μουγκό πάνω στίς ράγιες.
Ήταν Σαββατοκύριακο
κι άκουγες μόνο κάργιες
•••
ωσάν νά λέγαν προσευχές
στόν Άγνωστο Στρατιώτη
πού χάθηκε στά σύνορα
γιά «άγνωστο» Πατριώτη.
•••
Μέσα στήν τόση ερημιά
μακριά, σκυλιά γαβγίζαν
καί εκκλησιές αδιάφορες
στό χάος καμπανίζαν.
•••
Δέν ήξερα πού νά σταθώ
-νά φύγω ή νά μείνω-
ένιωθα καί τό σάλιο μου
πικρό, βαρύ κινίνο.
•••
Υπήρχε άραγε Θεός
Άγγελοι νά υπήρχαν
ή χάθηκα στήν άβυσσο
κι άλλη οδό δέν είχαν;
•••
Γιατί στήν τόση ερημιά
καί τήν αλλοφροσύνη
όλα Πασά ομοίαζαν
κι η Γη Κυρά Φροσύνη.
•••
Δίπλα μία γειτόνισσα
άπλωνε τήν μπουγάδα
σαφώς ανυποψίαστη
πώς ζούσε στόν Καιάδα.
•••
Έφτυσα τότε στά ψηλά
καί μιά βλαστήμια είπα,
έφυγα στόν αγύριστο
κι απ’ ένα σπίτι τρύπα.
(…)
«Φεύγω απόψε
απ’ την Τεργέστη
και κατεβαίνω χαμηλά,
ρίχνει ο θάνατος μια ζέστη
που ο άνθρωπος παραμιλά.
•••
»Δυο τρείς ‘ταλιάνοι
στο σαλόνι
παίζουνε πόκα στα κλεφτά,
φορούν στολές σαν το παγώνι
κι ο νους τους πάντα
στα λεφτά!
•••
»Στην άλλη άκρη δυο Εγγλέζοι
πίνουν ουίσκι, τρων ζαμπόν
κι έχει η φωνή τους ένα γρέζι
νέγρων φτωχών τραγουδιστών.
=
»Σαν ένα θέατρο, σαν τσίρκο
πηγαίνουμε όλοι στα στραβά,
κανείς δεν είδε, όμως,
τον λύκο
τους σκοτωμένους
πώς τραβά».
………………………………………….
«Σώσον Κύριε τόν Λαόν σου
καί ευλόγησον τήν…»
Άφησε, καλύτερα
νά μήν τό πω.


Σχολιάστε εδώ