Φάρμακα, βλήματα και ομόλογα, με φόντο το μνημονιακό αδιέξοδο

Φάρμακα, βλήματα και ομόλογα, με φόντο το μνημονιακό αδιέξοδο

 

Το ποδαρικό του κ. Χουλιαράκη στον ταραχώδη Φεβρουάριο των αγορών χρήματος και κεφαλαίου δεν είναι και το καλύτερο. Παρά το αρνητικό κλίμα, που εκφράσθηκε με σημαντική πτώση στις τιμές των μετοχών, και την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων παγκοσμίως, ο υπουργός και η κυβέρνηση βγήκαν στις αγορές και άντλησαν 3 δισ. σε επταετές ομόλογο με επιτόκιο 3,5%. Η απόδοση του ομολόγου μετά από 24 ώρες ήταν 3,7%, δηλαδή οι ομολογιούχοι της έκδοσης έχασαν 0,2% της επένδυσής τους σε μία μόλις ημέρα. Ήταν μια ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας οι αποδόσεις του δεκαετούς αμερικανικού ομολόγου έφθασαν σε υψηλό τετραετίας, οδηγώντας τον δείκτη Dow Jones σε απώλεια 1.000 μονάδων για δεύτερη φορά μέσα σε τέσσερις ημέρες.

Τα γεγονότα αυτά, φυσικά, δεν είναι αποτέλεσμα της «γκαντεμιάς» του υπουργού. Είναι, όμως, αποτέλεσμα της λανθασμένης εκτίμησης του υπουργού και της κυβέρνησης στο σύνολό της για το εύρος και τη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης που ξεκίνησε το 2007/2008. Η κυβέρνηση είχε την εκτίμηση ότι η κρίση έχει τελειώσει και το τέλος του Μνημονίου τον Αύγουστο θα της έδινε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος μέσω των αγορών. Οι εξελίξεις αυτές θα ήταν, κατά τη γνώμη της, εισιτήριο για την επιστροφή της χώρας σε ρυθμούς μεγέθυνσης τέτοιους, που να γεννούν πρωτογενή πλεονάσματα ικανά να εξυπηρετήσουν τους τόκους του δημοσίου χρέους.


  Tο κυβερνητικό αφήγημα δεν είναι μόνο αδιέξοδο, είναι και επικίνδυνο. Mε ότι συμβαίνει στο διεθνές οικονομικό επίπεδο χρειαζόμαστε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 7%!


Αρκετοί είχαμε επισημάνει ότι τα τρέχοντα επιτόκια αναμένονταν να ανέβουν με το τέλος των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης και κυρίως ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει. Με αυτά τα δεδομένα, το κυβερνητικό αφήγημα δεν είναι μόνο αδιέξοδο, είναι και επικίνδυνο. Στο διεθνές επίπεδο, αρκετοί οικονομικοί παράγοντες, με κορυφαίο τον κινέζο κεντρικό τραπεζίτη κ. Ζου, έχουν επισημάνει από τον περασμένο Νοέμβριο ότι ένα χρηματοπιστωτικό επεισόδιο τύπου 2007 δεν είναι διόλου απίθανο.

Οι τελευταίες εβδομάδες χρηματιστηρίων και αγορών ομολόγων φαίνεται να τον δικαιώνουν. Επιπλέον, μια πιθανή αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους με επιτόκιο 4%, που είναι λιγότερο από τον μέσο όρο των εκδόσεων του Ελληνικού Δημοσίου, από τις αγορές συνεπάγεται τόκους πάνω από 12 δισ. τον χρόνο για την εξυπηρέτησή του. Στα σημερινά επίπεδα του ΑΕΠ (179 δισ.) αυτό σημαίνει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 7%. Το τελευταίο μόνο ως αστείο μπορεί να νοηθεί με ρυθμούς μεγέθυνσης του 1% που εκτιμάται ότι πραγματοποίησε η ελληνική οικονομία το 2017.

Παρά την περί του αντιθέτου κυβερνητική προπαγάνδα, οι δηλώσεις Μοσκοβισί ότι «καθαρή έξοδος σημαίνει επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος», δηλαδή άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, μάλλον επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Η θέση των πιο φιλικών προς την ελληνική κυβέρνηση τμημάτων της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών παραπέμπει σε ένα καθεστώς πιστωτικής γραμμής από την πλευρά του ESM, που θα συνοδεύεται από παράταση της επιτροπείας επ’ αόριστον. Υπό την προϋπόθεση δε ότι τα stress tests των ελληνικών τραπεζών θα βγάλουν ποσά ανακεφαλαιοποίησης της τάξεως των 2,5 δισ. (πράγμα απίθανο) και η ΕΚΤ θα δεχθεί να παρατείνει το waiver για τα ελληνικά ομόλογα. Άλλες, λιγότερο φίλιες δυνάμεις εντός Ευρωζώνης μιλούν για οριστική ένταξη της Ελλάδας στη δεύτερη ταχύτητα μιας ΕΕ πολλών ταχυτήτων.

Το πολιτικό σκηνικό αντανακλά με έναν ιδιότυπο τρόπο αυτές τις εξελίξεις, επιβεβαιώνοντας ότι ο «κύβος» των πολιτικών εξελίξεων έχει ριχτεί. Η αξιοποίηση στον παρόντα χρόνο του χαρτιού της Novartis από την κυβέρνηση, όπως και η αίτηση Εξεταστικής Επιτροπής για απιστία στον κ. Καμμένο την αμέσως επόμενη μέρα, είναι ενδεικτική. Κυβέρνηση και ΝΔ προσπαθούν να πολώσουν όσο μπορούν το πολιτικό κλίμα χωρίς να θίξουν την πραγματική ατζέντα, που μοιάζει αποτελματωμένη. Στην πραγματικότητα, την μπαγκέτα κρατούν ξένες υπηρεσίες, όπως το FBI στη Novartis ή οι Ισραηλινοί στην υπόθεση Καμμένου – Σαουδικής Αραβίας, ελέγχοντας με τον τρόπο αυτό τον ρυθμό των πολιτικών εξελίξεων. Μόνο η «ατζέντα» ενός λαϊκού κινήματος που επιθυμεί τη ρήξη με την ΕΕ μπορεί να μεταβάλει αυτά τα δεδομένα.


Σχολιάστε εδώ