«ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΛΑΛΕΙ ΠΟΥΛΙ, ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΠΥΡΙ ΚΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟ ΖΗΛΕΥΕΙ» Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ

Του
Μιχάλη Φιοράντε


Σέ μιά παράγκα ξύλινη
βίωνε μιά φαμίλια
γιά δέ παράθυρο, πού λές
είχανε μία γρίλια.
•••
Από εκεί θωρούσανε
μόνο σέ μιάν αυλίτσα
καί τόν βοσκό πού τάιζε
τά ζώα γιά δουλίτσα.
•••
Όλοι τους ήτανε φτωχοί
τά πάντα συγχωρούσαν
τόν Δήμαρχο πού γέλαγε
κι όσους τόν ακλουθούσαν.
•••
Εκείνοι έτρωγαν καλά
μπιφτέκια καί σαλάμια
καί πάντα φτερουγίζανε
καβάλα σέ καλάμια.
•••
Τό ρεύμα, δέ, ανύπαρκτο
γιά τήν φτωχή παράγκα
γιά τό νερό μήν συζητάς
άλλος είχε τά φράγκα,
•••
εκείνος άνοιγε πλατιά
ό,τι τόν ωφελούσε
τό ράδιο καί τήν Τιβί
καί ευτυχής γελούσε.
•••
Η φτώχεια όμως σιωπηλή
κοίταζε καί ρωτούσε:
Πώς γίνεται Θεούλη μου
έτσι αυτή νά ζούσε;
•••
Απάντησε δέν έπαιρνε
οι ουρανοί σιωπούσαν
καί στήν παράγκα συνεχώς
μαύρα πάντα φορούσαν.
•••
Έτσι περνούσε η ζωή
όμοια καί πάντα ίδια
ενώ οι άλλοι σέρνονταν
φαρμακεροί σάν φίδια,
•••
μέσα σέ κούρσες ακριβές
καί σάλες φωτισμένες
λές κι ήτανε Ανάσταση
καί Μοίρες φουρκισμένες.
•••
Κανέναν δέν λογάριαζαν
καί η παράγκα «σβήνει»
απ’ όλους αδιάφορη.
Μήν κλαίς κυρά Φροσύνη.
•••
Εσένα ο Αλή Πασάς
σέ φρόντισε λιγάκι,
άσχετα άν σέ πέταξε
στήν λίμνη, τό Γεράκι.
•••
Τά πρώτα χρόνια έτρωγες
μπριζόλες καί μπιφτέκια
καί στό κρεβάτι έπεφτες
σ’ άλλων τινών τά στέκια.
•••
Μά η παράγκα συνεχώς
δέρνεται στά μπουρίνια
όμως κανείς δέν άκουσε
κλάμα ή έστω γκρίνια.
•••
Κάποτε τήν ανοίξανε
καί αδειανή τήν βρήκαν.
Τάφοι στόν κήπο ανοιχτοί
σπίτι οι φτωχοί μας βρήκαν;
•••
Όμως η πλάνη ήταν μιά
δέν βρήκαν πεθαμένους
εκείνοι τράβηξαν γι’ αλλού
νά βρουν τούς πλουτισμένους.
•••
Νά χώσουν τό μαχαίρι τους
βαθιά μέσα στά στήθια
αυτών πού τώρα κραύγαζαν
στούς Ουρανούς, ΒΟΗΘΕΙΑ.
…………………………………….
Άν έχετε τό προνόμιο νά ζείτε
σέ παράγκα, μήν κλαίτε.
Βγείτε καλύτερα στήν οδό
ΘΑΝΑΤΟΥ
καί δώστε τό «χάδι» σας σέ εκείνους
πού τόσα χρόνια σάς ράπιζαν.


Σχολιάστε εδώ