Φτήνυνε τόσο πολύ η ζωή;


Της
ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Αυτές οι τελευταίες ημέρες του Νοέμβρη να πάνε και να μην ξανάρθουν. Ένας παραλογισμός αδάμαστος, άγνωστος, που μοιάζει με θηλιά στον λαιμό όλων μας. Εκτός από τη μανία της φύσης, που μας έδειξε το σκληρό της πρόσωπο, θέλοντας να μας υπενθυμίσει ότι τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει τον θυμό της, αποτέλεσμα της ασέβειάς μας προς αυτήν, πού ακούστηκε τα παιδιά ν’ αποτελούν μέσο εκδίκησης κι όλο το μίσος των μεγάλων να ξεσπά στα αθώα θύματα μιας κοινωνίας που τρέφει ελπίδες και κάνει όνειρα για μια φρέσκια γενιά παιδιών που είναι στα σπάργανα ακόμα, ηλικίας 6-7 ετών. Πώς αυτά τα παιδιά ν’ αντισταθούν σ’ έναν πατέρα θεριό, μισότρελο, που πήρε μαζί του στον θάνατο δύο ζωούλες; Θεέ μου, σαν τη Μήδεια, δεν λυπήθηκε τίποτα, ένας «άθλιος» που τα βασάνισε παίρνοντάς τους τις αναπνοές, στερώντας τους τον αέρα μέσα στο σπίτι όπου, φαντάζομαι, κάποια φορά θα έπαιξε μαζί τους, θα γέλασε, θα τ’ αγκάλιασε, θα τα φίλησε.

Πού έχει πάει ο πόνος, η τρυφερότητα, η στοργή των ανθρώπων, που ίσως «παλιά τους βιώματα» ξεσπούν στα πιο αδύναμα θύματα;

Κι έπειτα για ένα τηλέφωνο, για ένα πεντάευρω, να φύγει ένα νεαρό κορίτσι, που έκανε σχέδια για τη ζωή, με τόσο βάναυσο τρόπο. Αξίζει να συγχωρεθεί ένας τέτοιος άνθρωπος, χωρίς συνείδηση, που δεν πιστεύει πουθενά και η προσωρινή του ικανοποίηση μπορεί ν’ αφαιρέσει ζωή; Τι πρέπει να κάνουν αυτοί οι γονείς; Πώς ν’ αντέξουν την απώλεια του παιδιού τους; Τι να τους πεις; Πώς να τους παρηγορήσεις;
Φτήνυνε τόσο πολύ η ζωή, που δεν την εκτιμά κανείς. Εγκλήματα… εγκλήματα. Ανοίγεις την τηλεόραση και είναι αδύνατον να μην ακούσεις μια δολοφονία! Έλεος, κάντε κάτι! Γιαγιάδες σπασμένες στο ξύλο, καμένες μοναχικές ζωές που περνούν τα τελευταία τους χρόνια με μια σιωπηλή καρτερικότητα, υποφέρουν στη μανία κάθε ανισόρροπου. Τα σκεφτήκατε αυτά σοβαρά ή περνούν όλα και ξεχνιούνται, μέχρι την επόμενη εγκληματική πράξη; Πόσο πια οι άνθρωποι θα αφήνουν να τους λεηλατούν τη ζωή, την ελευθερία, τη γαλήνη τους, όταν φοβούνται να κινηθούν έξω από το σπίτι τους και η έλευση του Θεανθρώπου τις άγιες αυτές ημέρες των Χριστουγέννων για πρώτη φορά δεν έχει τη γλύκα της αγάπης αλλά τον φόβο πως κάτι κακό θα συμβεί;

Πού είναι οι εποχές που η αφέλεια των ανθρώπων ήταν δείγμα εμπιστοσύνης στον γείτονα, στον γνωστό και στον άγνωστο; Οι εποχές που οι νοικοκυρές έτρεχαν με τις λαμαρίνες για τα μελομακάρονα και τα τσουρέκια τους, που τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες με τα καρύδια και τα ξύλινα ανθρωπάκια. Τι είναι εκείνο που έχει αλλάξει τόσο τους ανθρώπους; Ο εγωισμός, η ξαφνική ξενόφερτη στάση ζωής, που ξεχνά τον άνθρωπο και επιβάλλεται με το «έτσι θέλω», με την αγριότητα ενός αγνώμονος, άθλιου παρασίτου, που παρασύρει στην κόψη του ξυραφιού γενιές ακόμα αθώες και τις καταστρέφει πουλώντας τόνους ναρκωτικών, εκμαυλίζοντας τις καινούργιες ελπίδες της ζωής μας, τάζοντάς τους όνειρα και παραδείσους.

Κι αυτό εξαπλώνεται και κανείς δεν μπορεί να το σταματήσει επειδή «τη δόξα πολλοί εμίσησαν, τα πλούτη ουδείς», κατά αντιστροφή. Το εύκολο κέρδος, η πολυτελής ζωή, η περίεργη πίστη ότι όλα πάνε καλά, πως όλα λειτουργούν με την ίδια, δυστυχώς, αχαλίνωτη μισαλλοδοξία και την παράλογη προβολή του πλούτου. Ποιου, όμως, πλούτου; Και από τι;

Ας το ψάξουμε, ας προσπαθήσουμε να σταματήσουμε αυτόν τον κατήφορο, που σπρώχνει όλους μας σ’ ένα πηγάδι χωρίς πάτο, με το κλειδί της καλοσύνης χαμένο στα θολά νερά του.


Σχολιάστε εδώ