Η επίσκεψη…

Γράφει ο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ


Η επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα μάς δίνει αφορμή να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις και επισημάνσεις για το παρόν αλλά και να ανατρέξουμε λίγο στο παρελθόν. Οι ιστορικές αναδρομές σε κρίσιμες φάσεις της Ιστορίας μας έχουν πάντοτε αξία. Διότι διδάσκουν, προβληματίζουν και μας ανοίγουν δρόμους, ώστε να πορευθούμε με σύνεση μέσα στις θύελλες των καιρών. Μας παρέχουν ακόμα τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος και την αξία ηγετικών μορφών που εσφράγισαν με την πολιτική τους τη μοίρα του τόπου μας. Η Συνθήκη της Λωζάννης, που απετέλεσε θέμα συζήτησης και έντονης αντιπαράθεσης στις συνομιλίες του τούρκου Προέδρου με την ελληνική πολιτειακή και πολιτική ηγεσία μας, ξαναφέρνει στη μνήμη τη μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο δημοσιογράφος και άλλοτε υπουργός Γιάννης Καψής (που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή) έγραφε: «Οι καμπίσιοι, οι άνθρωποι του βάλτου, μιλούν συχνά για τις βουνοκορφές που ψηλώνουν πάνωθέ τους. Κι υφαίνουν το δέος με το ξάφνιασμα, μπρος στη μεγαλοσύνη, πλέκουν τον θρύλο. Μα σπάνια, πολύ σπάνια, κατορθώνουν να ξεδιακρίνουν τη βουνοκορφή. Πρέπει να ξεμακρύνουν πολύ απ’ τα ριζά της. Τότε –μόνο σαν ξεμακρύνουν– ο θρύλος δίνει τη θέση του στην Ιστορία. Υπάρχουν, όμως, και βουνοκορφές χαμένες παντοτινά στο σύννεφο του θρύλου. Πυκνή γύρω τους η αχλύ της προκατάληψης. Εδώ η Ιστορία σταματά. Είναι οι βουνοκορφές –Όλυμπος, Ιμαλάια– που γεννούν θρησκείες. Δημιουργούν πιστούς, φανατικούς, μα κι ορκισμένους αντίθρησκους – Γενίτσαρους. Βουνοκορφή τέτοια στάθηκε ο Βενιζέλος…». Πράγματι, αυτό ήταν το πολιτικό μέγεθος του ηγέτη των Φιλελευθέρων, που κέντρισε, μαστίγωσε τη φαντασία της φυλής.

Και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος στάθηκε άξιος συνεχιστής της εθνικής γραμμής και πολιτικής που εχάραξε ο Εθνάρχης. Οι υποθήκες που μας άφησε ο Βενιζέλος αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, στην παρούσα κρίσιμη φάση, κατά την επίσκεψη του Σουλτάνου, χάρις στο επιστημονικό κύρος, τη βαθιά παιδεία και τις πολιτικές – διπλωματικές ικανότητες του κ. Παυλόπουλου. Με αυστηρή γλώσσα, αποστόμωσε τον Ερντογάν, τονίζοντάς του ότι δεν γίνεται να αναθεωρηθεί η Συνθήκη της Λωζάννης. Του εξήγησε με σαφήνεια ότι στο διεθνές δίκαιο δεν τίθενται θέματα επικαιροποίησης ούτε αναθεώρησης των διεθνών συνθηκών, αλλά μόνον ερμηνείας τους. Και ήταν, ακόμα, καταπέλτης ο έλληνας Πρόεδρος για το Κυπριακό, το Προσφυγικό και το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Και ο Ερντογάν βρέθηκε σε αμηχανία όταν ο κ. Παυλόπουλος υπενθύμισε στον τούρκο ομόλογό του μια άλλη ιστορική επίσκεψη, εκείνη του Κεμάλ Ατατούρκ, για να του υπογραμμίσει ότι έμεινε ιστορική γιατί ο Κεμάλ σεβάστηκε τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος μας έκανε υπερήφανους διότι απέδειξε ότι δεν είναι απλώς ο κορυφαίος πολιτειακός παράγων. Είναι η ψυχή ενός βασανισμένου έθνους. Και θέτει στην υπηρεσία των εθνικών μας θεμάτων την πείρα και τις ιστορικές του γνώσεις.

Στον τούρκο Πρόεδρο ο κ. Παυλόπουλος αποσαφήνισε ποια είναι η ιστορική αλήθεια. Υπενθύμισε, όμως, και στους Έλληνες κάτι που –δυστυχώς, οι περισσότεροι– είχαν ξεχάσει: Την πορεία του έθνους προς τα εμπρός, όπως την είχε φωτίσει και ενθαρρύνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Για να είμαστε αντικειμενικοί, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι και ο Αλέξης Τσίπρας –μετά από τόσες απογοητεύσεις που μας έχει ποτίσει– μίλησε σωστά και κατακεραύνωσε τον Ερντογάν για την αθλιότητα που έχει επιτρέψει, να μεταβάλει την Αγία Σοφία σε τζαμί. Και ορθά επεσήμανε ότι η Άγκυρα μιλάει για «δίκαιη λύση» στο Κυπριακό, αλλά λησμονεί την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο.
Ας πάμε, όμως, πίσω στον χρόνο, στον Νοέμβριο του 1922. Μετά την υπογραφή της ανακωχής (28 Σεπτεμβρίου 1922), αντιμετωπίσθηκε αμέσως το θέμα της διασκέψεως για την ειρήνη. Η υπόθεση αφορούσε όχι μόνο την Ελλάδα και την Τουρκία αλλά και όλους τους συμμάχους που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών.

Η πρώτη δυσκολία ήταν το πού θα συνερχόταν η διάσκεψη. Οι Τούρκοι προβάλανε τη Σμύρνη. Ονειρεύονταν να βάλουν τους ηττημένους Έλληνες μέσα στα ερείπια και στο αίμα, να τους ζωντανέψουν τη θηριωδία και τη βαρβαρότητα της τούρκικης φυλής. Η απαίτησή τους δεν έγινε δεκτή και τελικά συμφωνήθηκε η Λωζάννη, όπου άρχισε η διάσκεψη στις 7 Νοεμβρίου του 1922. Την ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούσαν ο Βενιζέλος, ο Δημήτρης Κακλαμάνος (κορυφαίος διπλωμάτης και δημοσιογράφος) και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος.

Ένας αυτόπτης μάρτυς, ο Μιχαήλ Θεοτοκάς, νομικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας, μας άφησε μια χαρακτηριστική εικόνα από την πρώτη συνεδρίαση της διασκέψεως. Γράφει: «Όταν εισήλθεν εις την αίθουσαν της Συνδιασκέψεως ο Βενιζέλος, όλοι οι παριστάμενοι ησθάνθησαν ρίγη θαυμασμού διά το παρελθόν του, συμπαθείας και οίκτου διά το παρόν. Αλλά η εντύπωσις αυτή μετεβλήθη αμέσως μόλις εισήλθεν εις την αίθουσαν ο Πουανκαρέ πρώτος κι ο Κώρζον δεύτερος. Εσταμάτησαν και οι δύο προ του Βενιζέλου και συνομίλησαν επιδεικτικώτατα και φιλικώτατα μετ’ αυτού. Εφέρθησαν προς τον ηττημένον όπως είχαν συνηθίσει να φέρωνται άλλοτε προς τον νικητήν. Οι παριστάμενοι ησθάνθησαν τότε ότι υπήρχεν εις την Λωζάννην ένας Έλλην ικανός να ομιλεί προς τους αρχηγούς της Ευρώπης ως ίσος προς ίσον…». Και ο Δημήτρης Κακλαμάνος σε βιβλίο του παρατηρούσε: «Ήτο πεπρωμένον ο θέσας την υπογραφήν του μίαν νέαν μοιραίαν Τρίτην επί της περγαμηνής της Συνθήκης των Σεβρών να έλθει διά να περισυλλέξει τα ράκη της εις την Λωζάννην…».

Η περίφημη Διάσκεψη της Λωζάννης χωρίζεται σε δύο περιόδους: Η πρώτη άρχισε στις 7 Νοεμβρίου 1922 και διακόπηκε δραματικά στις 22 Φεβρουαρίου του 1923. Εκράτησε δηλαδή 76 μέρες και δεν οδήγησε σε κανένα αποτέλεσμα. Οι αντιπροσωπείες πήρανε τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να φθάσουμε σε συνεννόηση. Ο Βενιζέλος επέστρεψε στο Παρίσι και η επαναστατική κυβέρνηση στην Αθήνα επωφελήθηκε από τη χρονοτριβή για να διοργανώσει καλύτερα τη στρατιά του Έβρου, μοναδικό μέσον για να βάλουν οι Τούρκοι νερό στο κρασί τους, εφόσον οι Σύμμαχοι δεν είχαν καμία απολύτως διάθεση να τους τρίξουν τα δόντια. Αυτό πρέπει να μας παραδειγματίζει και σήμερα για τη σημασία που πρέπει να δίνουμε στις Ένοπλες Δυνάμεις μας. Τελικά, αποφασίσθηκε οι διαπραγματεύσεις να επαναληφθούν πάλι στη Λωζάννη, παρά τη δυσφορία των Τούρκων. Η δεύτερη περίοδος άρχισε στις 11 Απριλίου του 1923 και κράτησε έως τις 11 Ιουλίου 1923, δηλαδή 90 μέρες. Παράλληλα, όμως, θα έπρεπε να μνημονευθεί, για την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και η επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, το 1933, στην Άγκυρα, η συνάντησή του με τον Κεμάλ και η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου από τον Τσαλδάρη και τον Ισμέτ Ινονού.

Πολλοί διερωτώνται για το εάν σήμερα υπήρξε κανένα αποτέλεσμα από την επίσκεψη του Ερντογάν. Δεν περιμέναμε ότι επρόκειτο να δούμε καμιά διαφοροποίηση στη στάση της Τουρκίας. Μέσα στο πέρασμα των αιώνων, οι Τούρκοι έχουν αποδείξει ότι δεν είναι αξιόπιστοι συνομιλητές και δεν μετακινούνται από τις θέσεις τους. Ο κίνδυνος –εκεί που πρέπει να έχουμε τον νου μας– εντοπίζεται στη Δυτική Θράκη. Άλλωστε, ο Ερντογάν σε αυτήν την περιοχή ήθελε να δώσει «φιέστα» και να περάσει το δικό του μήνυμα. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι απέναντι στους γείτονες χρειάζεται πάντα αυστηρή γλώσσα. Ευτυχώς, αυτήν τη φορά, πετύχαμε τη σωστή αντιμετώπιση. Να μην ξεχνάμε το παρελθόν.

Ο αείμνηστος Δημήτρης Ψαθάς παρατηρούσε: «Ανεξάντλητα είναι τα εγκλήματα των Τούρκων – στάζει από αίμα των αθώων η ιστορία τους. Θα ’λεγε κανείς ότι η φρίκη των γενοκτονιών, στις οποίες επιδόθηκαν, αποτελεί μόνο ένα ντροπιασμένο παρελθόν, αν δεν συνέχιζαν τα ίδια και στις μέρες μας. Τα εγκλήματά τους στην Κύπρο, οι δολοφονίες, οι λεηλασίες, η προσφυγοποίηση χιλιάδων φιλήσυχων ανθρώπων, η καταλήστευση των περιουσιών τους, δεν δείχνει τίποτε άλλο παρά το ότι το φτηνό λούστρο του ‘‘πολιτισμού’’ που τους πέρασε ο Κεμάλ έφυγε γρήγορα κι αποκάλυψε ξανά την αληθινή τους φάτσα…». Αυτά έγραφε ο Ψαθάς φορτισμένος στα χρόνια της εισβολής στην Κύπρο. Στα χέρια του Ερντογάν είναι να αποδείξει ότι κάτι άλλαξε από τότε. Δυστυχώς, με τα έργα και τους λόγους του δεν μας πείθει. Κανείς δεν θέλει περισσότερο από τους Έλληνες τις ειρηνικές σχέσεις με τους εξ Ανατολών γείτονες. Αλλά η συναίσθηση της αξιοπρέπειας δεν μας επιτρέπει υποχωρήσεις. Όταν αυτή είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους, τότε το τροπάριο της ειρηνοφιλίας διακόπτεται. Διότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε τη λάσπη που πέφτει και κηλιδώνει υπολείψεις λαών.


Σχολιάστε εδώ