Είτε ως «Κένυα» είτε ως «Τζαμάικα»,
η επόμενη γερμανική κυβέρνηση μας
χρωστάει το ίδιο

Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ


«Δεν πρόκειται για ένα αίτημα που διατυπώνεται για πρώτη φορά. Αντιθέτως, έχει διατυπωθεί εδώ και χρόνια, το αργότερο από τη Συνθήκη 2+4, από διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις», υπενθύμιζε στην Deutsche Welle ο γερμανός δημοσιογράφος και ειδήμων σε ελληνικά ζητήματα Έμπερχαρντ Ρόντχολτς.
«Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Όταν η μια πλευρά λέει συνεχώς ότι δεν μιλάμε γι’ αυτό, αυτό δεν σημαίνει ότι το θέμα θεωρείται λήξαν. Θα ήταν προτιμότερο να έχει διαπραγματευτεί η γερμανική πλευρά με την ελληνική, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, παρά να υποστηρίζει συνεχώς ότι το θέμα θεωρείται λήξαν, λόγω παρέλευσης χρόνου. Αυτό δεν ισχύει νομικά. Το θέμα θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της πολιτικής σκακιέρας και όχι των δικαστηρίων, όπου βρισκόταν επί χρόνια, αν όχι δεκαετίες…» (σημείωνα σε άρθρο μου στο «ΠΑΡΟΝ» στις 23/3/2015).

Υπενθυμίζω τηλεγραφικά τις οφειλές και αποζημιώσεις που μας οφείλονται από το πέρας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου:

1) Την καταβολή της αποζημίωσης που μας επιδίκασε η Διεθνής Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (7,1 δισ. δολάρια ΗΠΑ, αγοραστικής αξίας 1958), με τους τόκους.

2) Την εξόφληση του κατοχικού δανείου (3,5 δισ. δολάρια ΗΠΑ), με τους τόκους.

3) Την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα της θηριωδίας των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.

4) Την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών, που γερμανοί αξιωματικοί αφαίρεσαν από τα μουσεία μας και τους αρχαιολογικούς μας χώρους.

«Οι αναβολές που εξασφάλισε η Γερμανία για την εξόφληση των πολεμικών χρεών της έληξαν το 1995», έγραφε σε επιστολή του, το 2010, προς την τότε ελληνική κυβέρνηση, το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.

Θα αναφερθώ σε ένα μόνο θέμα από τα εκκρεμή, αυτό του κατοχικού δανείου.
Την εποχή της Κατοχής, η Ελλάδα είχε μετασχηματιστεί σε ένα πρώτης τάξεως πεδίο οικονομικού πειράματος, που λειτουργούσε αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Άξονα, με βαρύτατο κόστος για τον ελληνικό πληθυσμό. Κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης ιταλογερμανικής δημοσιονομικής συνδιάσκεψης εμπειρογνωμόνων στη Ρώμη, το 1942, ο ιταλός τραπεζίτης και οικονομικός πληρεξούσιος της Ιταλίας στην Ελλάδα Ντ’ Αγκοστίνι πρότεινε τη λύση του επίσημου αναγκαστικού δανείου. Δηλαδή, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί αποφάσισαν μονομερώς να λαμβάνουν, υπό τη μορφή δανείου, πρόσθετα ποσά, πέρα από τις υπέρογκες δαπάνες κατοχής, για τις ανάγκες των πολεμικών τους μετώπων στη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια, τη Σοβιετική Ένωση. Η σχετική συμφωνία υπεγράφη στις 14/3/1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα, βέβαια, δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Ενημερώθηκε για το γεγονός λίγες μέρες μετά, με ρηματική διακοίνωση.

Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, που επιβαλλόταν στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν σύμβαση με την Ελλάδα και το δάνειο από αναγκαστικό έγινε συμβατικό. Σύμφωνα με ό,τι κατά καιρούς έχει υποστηριχθεί από γερμανικής πλευράς, η Ελλάδα, δήθεν, «έχει αποζημιωθεί», ή, δήθεν, κάποια «ελληνική κυβέρνηση έχει παραιτηθεί» (χωρίς να λέγεται ποια) ή «το θέμα έχει οριστικά κλείσει» ή, τάχα, «οι ελληνικές αξιώσεις έχουν απολέσει τη νομιμοποιητική τους βάση».

Όπως, όμως, με συνέπεια και σθένος, υποστηρίζει το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης: α) Καμιά κυβέρνηση δεν έχει παραιτηθεί των ελληνικών αξιώσεων, αλλά, αντίθετα, το ζήτημα έχει τεθεί επισήμως περισσότερες από 15 φορές. β) Οι γερμανικές οφειλές, στο σύνολό τους, έχουν ισχυρή ηθική και ιστορική βάση, πλήρη νομική θεμελίωση και δεν υπόκεινται σε παραγραφή. γ) Ο αγώνας διεκδίκησής τους κρατά πάνω από 70 χρόνια και έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις την τελευταία εικοσαετία, μετά την επανένωση της Γερμανίας.

Επισημαίνω ότι συνέπεια των πολλαπλών μεθοδεύσεων αρπαγής του πλούτου του ελληνικού λαού (εκτύπωση και κυκλοφορία κατοχικών μάρκων που δεν είχαν καμιά αξία, δήμευση μετοχών ελληνικών επιχειρήσεων, επίταξη και ληστεία τροφίμων, πολύτιμων μετάλλων και άλλων υλικών, λήψη του κατοχικού δανείου, κλήρινγκ κ.ά.) ήταν η πλήρης ανατροπή της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και ο πληθωρισμός που έλαβε δραματικές διαστάσεις, η διάλυση του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού και ο φοβερός λιμός που εξόντωσε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες.

Σήμερα, 73 χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οφείλουμε να συνεχίσουμε τον δρόμο της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών. Την απόδοση του οφειλόμενου χρέους, ηθικού και ιστορικού, που, σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και το Πόρισμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης, υπερβαίνει τα 278 δισ. ευρώ.

Είτε ως «Κένυα», είτε ως «Τζαμάικα», με οποιαδήποτε μορφή κι αν προκύψει η επόμενη κυβέρνηση, η Γερμανία εξακολουθεί να μας χρωστάει κι όποια μεθόδευση κι αν επιλέξει, δεν θα μπορέσει ποτέ να απαλλαγεί απ’ αυτήν την οφειλή της.


Σχολιάστε εδώ