Παλιά γειτονιά

Του
ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ


Ήταν πολύ όμορφα τα σπίτια στην παλιά γειτονιά μας. Μικρά μονώροφα σπιτάκια, που την ομοιότητά τους διέκοπτε ανάμεσα η εμφάνιση ενός διώροφου, που πότε διπλοκατοικία ήτανε και πότε το άπλετο ενδιαίτημα κάποιου μικρομεσαίου, που τον είχε τον τρόπο του. Τα οικοδομήματα αυτά σχημάτιζαν την εικόνα της περιοχής. Οι δρόμοι δεν ήσαν ασφαλτοστρωμένοι, άλλα, αν εξαιρέσουμε ένα μικρό κομμάτι ασφάλτου περί το τέρμα του τραμ, οι δρόμοι της γειτονιάς ήσαν χωμάτινοι. Ούτε και διαμορφωμένα πεζοδρόμια υπήρχαν. Μόνον εάν κάποιος ένοικος ήταν μερακλής, τότε μπροστά στο σπίτι του και έξω από την καγκελόπορτά του όλο και κάποιο υποτυπώδες λουλουδάτο με πανσέδες αγωνιζόταν να επιβιώσει στην ξεραΐλα του περιβάλλοντος.

Η γειτονιά είχε τους δικούς της θορύβους. Το τίναγμα ενός χαλιού και ο οξύς θόρυβος ενός κομπρεσέρ που κάποιος μάστορας δούλευε ήσαν οι μόνοι θόρυβοι που τάραζαν την ηχητική γαλήνη της περιοχής. Συχνά, μερικά παιδιά, που έπαιζαν με τις ώρες ποδόσφαιρο σε μιαν άκτιστη αλάνα, με τις κραυγές και τις αντιδικίες τους πάνω σε φάσεις του παιχνιδιού έδιναν ζωή με την παρουσία τους σε ολόκληρη τη συνοικία και ήταν ήσυχη η μάνα τους, που ήξερε με ποιους τσακώνεται το παιδί της. Αλλά υπήρχε και μια φωνή που ερχόταν από μακριά, χωρίς να καταλαβαίνεις επακριβώς τι λέει. Ήταν η φωνή κάποιου μικροπωλητή που διαλαλούσε την πραμάτεια του στην πέρα γειτονιά.

Κάτοικοι της γειτονιάς ήσαν μικρομεσαίοι, ελεύθεροι επαγγελματίες οι περισσότεροι, κάτι ας πούμε σαν μικροέμποροι. Υπήρχαν λιγοστοί δημόσιοι υπάλληλοι κι άλλοι ιδιωτικοί και εμποροϋπάλληλοι, δηλαδή, κυρίως υπάλληλοι σε εμπόριο υφασμάτων, που ήξεραν απ’ έξω όλες τις μάρκες τα κασμίρια. Ιδιαίτερα ματσωμένος κανένας στη γειτονιά δεν ήτανε. Έναν αξιοπρεπή μισθό είχανε και μ’ αυτόν τα έφερναν βόλτα. Λεφτάς εθεωρείτο όποιος είχε στην άκρη ένα μικρό κομπόδεμα για την ώρα την κακιά. Και σε αυτόν προσέφευγε ο γείτονας για να σωθεί. Ούτε παραδεισένια ζωή ζούσαν οι κάτοικοι ούτε κόλαση ήτανε η ζωή τους. Απλά προσπαθούσαν να περάσουν σε κάθε δυνατή αφάνεια, χωρίς να πονέσουν, χωρίς να πληγώσουν τον πλησίον τους. Δεν κατοικούσαν σε γειτονιά αγγέλων, ούτε άγγελοι ήσαν οι άνδρες και οι γυναίκες της γειτονιάς. Απλοί άνθρωποι ήσαν και με απλούς ανθρώπους συναναστρέφονταν.

Όλα τα σπίτια σχεδόν είχαν τον κηπάκο τους. Ο ένας, ο επίσημος, ήταν μπροστά, να στολίζει με άνθη την εξώπορτα. Κι ο άλλος, ο ιδιωτικός, ήταν στο πίσω μέρος της αυλής, εκεί που έπινε το καφεδάκι του, με το φανελάκι, τα καυτά καλοκαιρινά απογεύματα ο αφέντης του σπιτιού. Δύο-τρεις, χρήσιμες για τα αυγά τους κοτούλες και ένας… «άχρηστος» κόκορας τριγυρνούσαν, «κο – κο – κο», ανάμεσα στα ποδάρια τους, μπας και βρούνε κανένα σπυρί καλαμπόκι να κολατσίσουν. Δεν είχε τίποτα τροπικά λουλούδια ο ανθόκηπος του σπιτιού. Ένα κόκκινο γεράνι που λικνίζονταν στη γλάστρα και σκόρπαγε το χρώμα του και μια μισόξερη απ’ την αποτισιά αρμπαρόριζα, για το γλυκό κυδώνι της γιαγιάς, ήταν η μοναδική αρωματική πανίδα που ευδοκιμούσε στην ξεραΐλα του… μποστανιού.

Σε λίγο καιρό έρχονταν Χριστούγεννα και το σπίτι έπρεπε να ετοιμαστεί για τη μεγάλη γιορτή. Βέβαια, υπάρχουνε οι γυναίκες που θα το φέρουνε βόλτα. Όσο ανεπρόκοπη κι αν είναι η Λεμονιά, η ψυχοκόρη, υπάρχει και η γεροντοκόρη, η θεία η Τασία, που από χρόνια ζει κοντά τους, και είναι εξπέρ, εκ πείρας, στα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Αλλού, όμως, είναι το πρόβλημα. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σύμφωνα με το έθιμο, οι Παλιοελλαδίτες σφάζουν και τρώνε γουρούνι, ενώ οι άλλοι, οι κάθε λογής πρόσφυγες, ψήνουν τη γαλοπούλα ή τον κούρκο, με την πομπώδη γέμισή του, που γοητεύει τους καλοφαγάδες. Έτσι, μήνες πριν από τα Χριστούγεννα, μερικοί μικροπωλητές του ποδαριού αναλαμβάνουν να πουλήσουν με το κομμάτι τα γαλόπουλα της Θεσσαλίας στους κατοίκους της Αθήνας.

Εξυπακούεται πως τα φέρνουνε με τα πόδια και ότι περνούνε με ανέσεις τις μέρες τους, αντίστοιχες με τα ζώα που κουβαλούν. Οι απλοί πολίτες υποκύπτουν στον πειρασμό και αγοράζουν, εξοπλίζοντας το κοτέτσι τους με μια ακόμη ψυχή. Το ταΐζουν, το περιποιούνται, το υπερσιτίζουν, και κάνουν μανάρι το πουλερικό που αγοράζουν. Όμως, εκείνη η τρυφερή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αγοραστή και το κριάρι του Πάσχα ουδέποτε συμβαίνει με τη χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα.

Ήταν ωραία τα χρόνια εκείνα η γειτονιά μας…


Σχολιάστε εδώ