Μια φορά και έναν καιρό

Πολλά έχουνε γραφτεί και έχουνε λεχθεί μέχρι σήμερα για να περιγράψουν το συμβάν. Δεν θα επανέλθουμε εξιστορώντας πασίγνωστα γεγονότα, απλώς θα αποπειραθούμε να περιγράψουμε την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» εκείνης της εποχής και τη ζωή στην πρωτεύουσα, που ύστερα από περιπέτειες ετών αγκομαχούσε να αποκτήσει… πρωτευουσιάνικο προφίλ. Οι ζωντανές εντυπώσεις που παρέμειναν έντονα αποτυπωμένες στη μνήμη είναι εικόνες ενός –για τα τότε δεδομένα– δωδεκάχρονου «μείρακος» απʼ όσα έβλεπε και άκουγε γύρω του.

Το καλοκαίρι του ʼ40 ήταν τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ο πόλεμος που ξέσπασε το περυσινό φθινόπωρο είχε βέβαια κοπάσει από πλευράς μαχών μετά τη συντριβή της Γαλλίας, και με τον αετό του Ράιχ να απλώνει τις φτερούγες του σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη οι μοναδικές περί πολέμου συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από τους βομβαρδισμούς της Αγγλίας από τη Luftwaffe, το αν θα αποτολμούσε ο Χίτλερ εισβολή και το βρετανικό πείσμα για αντίσταση, διακηρυχθέν διά στόματος Τσώρτσιλ, που υποσχέθηκε στους Άγγλους «Αίμα, δάκρυα και ιδρώτα», όπως περίπου πέρυσι σʼ εμάς ο ημέτερος τέως «τσάρος» της οικονομίας μας… Στην Αφρική όμως, όπου οι Ιταλοί προσπαθούσαν να αναστήσουν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γίνονταν μάχες μεταξύ… Ρωμαίων και βρετανικών αποικιακών στρατευμάτων, εξοπλισμένων με κάσκες, σορτς και μάλλινες μέχρι το γόνατο κάλτσες. Φυσική συνέπεια των εχθροπραξιών εκεί κάτω ήταν να μην έρθουν στην Ελλάδα, όπως κάθε χρόνο, για διακοπές οι Αιγυπτιώτες, που προσέφεραν ανάσα στον τουρισμό, διαμένοντας στο «Carlton», στο «Λίντο», στο «Φαληρικόν» και στʼ άλλα ξενοδοχεία του Παλαιού Φαλήρου και πηγαίνοντας για μπάνιο στην πλαζ της Γλυφάδας και στη Βουλιαγμένη. Πραγματοποιούσαν επίσης μακρινές εκδρομές στο Λουτράκι και στο Σούνιο με τα επταθέσια «κάμπριο» ταξί που κάνανε πιάτσα στον Πειραιά και εξυπηρετούσαν κυρίως τους «περιηγητές», όπως αποκαλούσαν τότε τους τουρίστες. Αποτέλεσμα, οι μόνοι ταξιδιώτες που έρχονταν πια στην Ελλάδα ήταν σεσημασμένοι… κατάσκοποι.

Παράλληλα με την ευρωπαϊκή σύρραξη άρχισε στο κλεινόν και ιοστεφές άστυ οργασμός… κατεδαφίσεως ιστορικών κτιρίων της Αθήνας. Στο μάτι των αρμοδίων είχαν μπει τόσο το υπουργείο Οικονομικών στην πλατεία Κλαυθμώνος όσο και το Δημοτικό Θέατρο στην κάποτε πλατεία Λουδοβίκου, που προς… τιμήν του θεάτρου τη μετονόμασαν σε «πλατεία Δημοτικού Θεάτρου» και μετά την κατεδάφισή του την ονόμασαν πολύ ορθά «πλατεία Δημαρχείου», διότι θα ήταν πλατεία Θεάτρου χωρίς θέατρο, κάτι να πούμε σαν τις τυρόπιτες χωρίς τυρί του «Μερακλή», στη στοά Ορφανίδου, που ήσαν γεμισμένες με… ζάχαρη άχνη.

Άμʼ έπος άμʼ έργον. Το Δημόσιο ουδέποτε καθυστερεί προκειμένου να καταστρέψει κάτι. Έτσι, η… «ωκύπους» σκαπάνη έπιασε δουλειά και σε σύντομο διάστημα το κτίριο του υπουργείου Οικονομικών ανήκε στο παρελθόν, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την παρακείμενη πολυσύχναστη βεσπασιανή. Για την ιστορία, το επίσημο όνομα της πλατείας είναι «πλατεία 25ης Μαρτίου, το δε «Κλαυθμώνος» είναι παρατσούκλι που της κόλλησε ο λαός από τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων σε κάθε κυβερνητική αλλαγή.

Η κατεδάφιση του Δημοτικού Θεάτρου, αν και άρχισε αμέσως, βράδυνε και ολοκληρώθηκε επί Κατοχής. Ήταν ένα πραγματικό στολίδι της πόλεως και, όπως γράφει ο Κ. Μπίρης στο βιβλίο του «Αι Αθήναι», ο ειδικός περί τα θεατρικά βαρόνος Ρότσιλντ που το επισκέφθηκε είπε στον δήμαρχο Σπύρο Μερκούρη: «Αι Αθήναι θα έχουν το καλύτερον θέατρον εις την Ευρώπην διότι, εκτός της εξόχου διαρρυθμίσεως που του έχει προσφάτως γίνει, έχει από κατασκευής εξαίρετον ακουστικήν»… Για το έγκλημα αυτό κατά της πρωτεύουσας ποτέ κανείς δεν λογοδότησε, όπως συνήθως.

Το αλλόκοτο εκείνο καλοκαίρι του ʼ40, εκτός από τα αρτίδια και τα διάφορα άλλα ντελικατέσεν με τα οποία εξοικειώνετο ο λάρυγγας των κατά παράδοση λιτοδίαιτων Αθηναίων, η πρωτεύουσα απέκτησε καινούργια τραμ, μεγάλα, κίτρινα, εντυπωσιακά, με μία πόρτα εμπρός και μία στη μέση, που ανέτρεπαν τα μέχρι τότε καθιερωμένα, αφού η είσοδος γινόταν τώρα από εμπρός, η δε έξοδος από το μέσον, και –το κυριότερο– διέθεταν πόρτες υδραυλικές που έκλειναν ερμητικά αποτρέποντας το σαν άλλοτε σαλτάρισμα κατά την πορεία. Εξέλιπε έτσι και η πινακίδα πάνω από το κεφάλι του τραμβαγέρη: «Απαγορεύεται το ανέρχεσθαι και κατέρχεσθαι από την ετέραν πλευράν και προ της εντελούς στάσεως», όπως γινόταν με τα πράσινα τα παλιά με τους ανοιχτούς εξώστες…

Κατά τα λοιπά, μπήκε ο Αύγουστος, οι πολυπόθητες άδειες ήταν σε εξέλιξη και εμείς οι «φαλαγγίτες» της ΕΟΝ κάναμε πρόβες για τον εορτασμό της 4ης Αυγούστου. Σε μια δοκιμαστική παρέλαση προς Καλλιμάρμαρο μεριά ξέσπασε ένα καλοκαιρινό μπουρίνι, έριξε «παπάδες» χωρίς τη συμβολή του «φαινομένου του θερμοκηπίου», αλλά άτρωτοι και αγέρωχοι μέχρι τέλους εμείς γυρίσαμε σπίτι μας μουσκίδι, για να βρίζουν οι δικοί μας πως θα μας πεθάνουν παιδιά πράματα οι παλιάνθρωποι… Και ξημέρωσε η Πέμπτη 15η Αυγούστου. Αργία. Γιορτή μεγάλη. Όλα κλειστά. Όσοι δεν τράβηξαν σε καμιά παραλία να την αράξουν κάτω από τα πεύκα είτε γιόρταζαν και περιμένανε επισκέψεις είτε ετοιμάζονταν για φιλικές βίζιτες. Τα καράβια για την Τήνο, κατάφορτα με προσκυνητές, σαλπάρανε από χθες. Όλα ήταν ήρεμα κι απλά. Τα καινούργια τραμ ανεβοκατέβαιναν άδεια στην έρημη Πανεπιστημίου, χωρίς να βαράνε τη σειρήνα τους που αντικατέστησε το ντεμοντέ καμπανάκι, και κάνανε ντουέτο με τα άλλα κίτρινα, τα λεωφορεία της Πάουερ, που κι αυτά κυκλοφορούσανε άδεια, και οι ελάχιστοι μαγκούφηδες που βάδιζαν στο λιοπύρι πήγαιναν νʼ αναζητήσουνε δροσιά στο «Σινεάκ», το σινεμά που λειτουργούσε στα υπόγεια του «ΡΕΞ» από τις 10 το πρωί και διέθετε σύστημα ψύξεως. Ραδιόφωνα ελάχιστα υπήρχαν και εξαιτίας της θερινής ραστώνης τη φοβερή είδηση του τορπιλισμού της «Έλλης» την έμαθαν οι Αθηναίοι από στόμα σε στόμα κατά τις εσπερινές τους επισκέψεις για τις ευχές και τα «χρόνια πολλά…».

Μια βουβαμάρα απλώθηκε στα σαλόνια και στις βεράντες και η μόνη λέξη που ξεστομιζόταν ήταν ένα «Γιατί;». Καθώς δεν μπορούσε να δοθεί μια λογική εξήγηση στην ενέργεια, άρχισαν να βγάζουνε τα πιο παράλογα συμπεράσματα, που τα ανατρέπανε οι ίδιοι. Από διαίσθηση, δεν είχανε καμιά αμφιβολία ποιος ήταν ο δράστης…

Την άλλη μέρα στις δουλειές, στα γραφεία, στις εξοχές, στα σπίτια, παντού, μοναδική συζήτηση ήταν ο τορπιλισμός, ο νεκρός υποκελευστής και η γριά η Αρμένισσα που πέθανε από τον φόβο της καθώς έσκαγαν στον λιμενοβραχίονα οι τορπίλες. Μιλούσαν για τους τραυματίες και τους εξαφανισθέντας αλλά και για την επιστροφή των προσκυνητών το βράδυ με νηοπομπή, συνοδεία πολεμικών για ασφάλεια. Πολλοί, για λόγους προνοίας, σταματούσανε τις διακοπές τους κι επέστρεφαν με τα συμπράγκαλα άρον άρον σπίτια τους. Άλλοι προτιμούσαν να γλεντήσουν το τελευταίο –όπως φοβούνταν– ειρηνικό τους καλοκαίρι και… ξεσάλωναν.

Και η ζωή συνεχιζόταν. Το βαριετέ «Όασις» Ζαππείου διαφήμιζε στις εφημερίδες την εμφάνιση ξένων καλλιτεχνών και τη μικρούλα Νινή Ζαχά. Το πρόγραμμα παρουσίαζε μάλλον ο Μίμης Τραϊφόρος, που ντεμπουτάρισε από την «Όαση». Οι συνεργαζόμενοι θερινοί κινηματογράφοι «Παρκ», γωνία Πατησίων και Χέυδεν, και «Γκλόρια» στην πλατεία Αμερικής είχαν εμπλουτίσει με διάφορα επί σκηνής «νούμερα» τις ταινίες που προέβαλλαν. Τα θερινά θέατρα, όπως και οι κινηματογράφοι με το αγιόκλημα και το γιασεμί, συνέχιζαν κανονικά τις παραστάσεις τους και οι εφημερίδες με συναρπαστικές περιγραφές αναφέρονταν με λεπτομέρειες στα γεγονότα που γράφανε ιστορία. Μόνον οι ρομαντικές υπάρξεις καρτερούσανε με αγωνία το διήγημα «Ο Βεζίρης του Σουλτάν Μαχμούτ» που θα δημοσίευε προσεχώς η εφημερίδα «Ελληνικόν Μέλλον»…


Σχολιάστε εδώ