Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Υπάρχει μια ευρύτατα διαδεδομένη κακόβουλη φήμη που υπερβαίνει τα όρια της καλώς εννοουμένης… συκοφαντίας, ότι τάχατες οι Μυτιληνιοί είναι τσιγκούνηδες. Φυσικά, όλα όσα καταμαρτυρούν στα τέκνα της εύανδρης Λέσβου μού προκαλούν βαθύτατα ψυχικά τραύματα διότι έλκω την καταγωγή μου από τη νήσο και δεν ανέχομαι να μας θεωρούν καρμίρηδες επειδή συνέβησαν επί Τουρκοκρατίας μερικά τελείως μεμονωμένα περιστατικά.

Λένε, υποτίθεται χαριτολογώντας, ότι φτάνοντας στο νησί, ο πρώτος που θα συναντήσεις, αντί για καλωσόρισμα, θα σε ρωτήσει: -«Πότε θα φύγεις για να σου δώσω ένα γράμμα;» κι αυτό για να γλιτώσει τα 40 ή τα πενήντα λεπτά του ταχυδρομείου. Και σε φορτώνουν στην επιστροφή σου μ’ ένα κάρο επιστολές και σπας εσύ τα κέρατά σου για να τις επιδώσεις, και ενδεχομένώς να μουρμουράνε οι παραλήπτες και να σου ζητήσουν τον λόγο για μια πιθανή μικρή σου καθυστέρηση. Απαραίτητη διευκρίνιση: Όταν λέμε πως η Τάδε «το πάει το γράμμα» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην πως είναι ταξιδιώτισσα από τη Μυτιλήνη, που την αγγάρεψαν να μεταφέρει την αλληλογραφία των γνωστών της και να σπάτε το κεφάλι σας διερωτώμενοι: -«Τι δουλειά είχε αυτή στη Μυτιλήνη;» Ταύτα προς άρση κάθε παρεξηγήσεως

Δεν τολμώ φυσικά να υψώσω τη φωνή για ν’ αποκαταστήσω την αλήθεια διότι αμέσως εντοπίζουν τη συζήτηση επί προσωπικού, επικαλούμενοι ως παράδειγμα ένα ατυχές συμβάν με πρωταγωνιστή τον προπάππο μου, γενάρχη της -ούτως ειπείν- δυναστείας μας: Είχαν πάει, διηγούνται, σπίτι του οι συμπέθεροί του για εθιμοτυπική επίσκεψη επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του εορτής. Ήρθε κάποτε και η στιγμή του κεράσματος. Εμφανίστηκε κατά τα καθιερωμένα το δουλικό με το μπονέ στο κεφάλι και την άσπρη κεντητή ποδιά, κρατώντας τον ασημοκαπνισμένο δίσκο. Μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο μπολ υπήρχαν διάφορα «φρουί γκλασέ», με κορωνίδα ένα τεράστιο ζαχαρωμένο ροδάκινο, στολίδι ανάμεσα στα υπόλοιπα κόντιτα. Πήρε η κυρία συμπεθέρα ένα μικρό κερασάκι, όπως επιτάσσει η καλή ανατροφή, άπλωσε τη χερούκλα του ο συμπέθερος με πρόθεση να πάρει το προκλητικό ροδάκινο. Δεν πρόφτασε όμως να ολοκληρώσει την αρπαγή διότι επενέβη ο εορτάζων λέγοντας: -«Άσ’ το κάτω αυτό κυρ Δημητράκη. Κάνει μισό γρόσι!»

Με κάτι τέτοιες φαιδρότητες που τσαμπουνάνε προσπαθούνε να στηρίξουν τις κακόβουλες ιστορίες τους. Ακόμη και το μεγάλο προτέρημα των Μυτιληναίων να μην υβρίζουν όσο και αν εκνευριστούν, όσο και αν θυμώσουν, το παρεξηγούνε. Και αντί να επαινέσουν το ψυχικό μεγαλείο ανθρώπων ενδεχομένως απαίδευτων, που ενεργούν αυθόρμητα, και που το ορμέμφυτό τους δεν τους επιτρέπει να είναι βρωμόγλωσσοι, τους ειρωνεύονται. Βέβαια, επειδή είμαστε άνθρωποι, μπορεί καβγαδίζοντας κάποιος να βρεθεί εκτός εαυτού. Μπορεί το αίμα ν’ ανεβεί στο κεφάλι του, η μούρη του να κοκκινίσει σαν παντζάρι και να γουρλώσουν από οργή τα μάτια του, τότε η μεγαλύτερη βρισιά που ενδεχομένως θα εκστομίσει είναι «Δεν με κατουράς;», χωρίς να προσθέσει ούτε καν ένα «ρε». Και αμφισβητούν οι κακόπιστοι την ευγένειά τους ισχυριζόμενοι πως το γεγονός ότι δεν βρίζουν οφείλεται σε τσιγκουνιά, γιατί φοβούνται τάχα μη τους τραβήξουν καμιά μηνυσάρα και τρέχουν και δεν φτάνουν πληρώνοντας πρόστιμα και δικηγόρους… Έχουν και επιχειρήματα: Κατ’ αρχάς -λένε- αποφεύγουν το «ρε» διότι ο δικαστής μπορεί με κάποια διασταλτική ερμηνεία να αποφασίσει πως αποτελεί ύβρη. Γι’ αυτό φτάνει μεν το «ρε» στο «έρκος των οδόντων» τους αλλά το… καταπίνουν. Κατά τα λοιπά καμιά περαιτέρω κατηγορία για εξύβριση δεν ευσταθεί. Διότι και όταν είχαν οξυνθεί υπερμέτρως τα πνεύματα, δεν είπαν: «Να σε κατουρήσω» που πράγματι θα ήταν λόγω (ίσως και έργω) εξύβρισις, αλλά: -«Δεν με κατουράς;» Δηλαδή κρίνοντας ποδοσφαιρικά είναι ύβρις… «αυτογκόλ». Διηγούνται σαν ανέκδοτο ακόμη πως επί Τουρκοκρατίας Βρεταννός που βρήκε θαλπωρή και συγκινητική φιλοξενία στο κονάκι κάποιου αγά, αποφάσισε να εγκατασταθεί μονίμως στο νησί και για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, παρά τις συμβουλές εβραίου φίλου του, έστησε συγκοινωνιακή επιχείρηση συνδέοντας μεταξύ τους τις απομακρυσμένες συνοικίες της πρωτεύουσας με ιππήλατες άμαξες-λεωφορεία. Το εισιτήριο το καθόρισε σε δύο γρόσια. Φυσικά οι άμαξες πηγαινοέρχονταν χωρίς επιβάτες. Και απορούσε ο αγάς που έχανε το μπαχτσίσι, απορούσε κι ο Εγγλέζος με τα χούγια του τόπου και την κλίση τους στον ποδαρόδρομο… Ύστερα από ενδελεχή οικονομικοτεχνική μελέτη από μετακληθέντα ξένο οικονομολόγο, μείωσε το κόμιστρο στο ένα γρόσι ως κίνητρο προσέλκυσης επιβατών. Αλλά και πάλιν έκαναν δρομολόγιο οι άμαξες χωρίς επιβάτες. Τώρα όμως ξεσηκώθηκαν αγανακτισμένοι οι κάτοικοι λέγοντας «Πηγαίναμε με τα πόδια και είχαμε οικονομία δυό γρόσια. Τώρα πάμε πάλιν με τα πόδια, κάνουμε τον ίδιο κόπο και κερδίζουμε μονάχα 1 γρόσι. Αυτός ο Εγγλέζος θησαυρίζει σε βάρος μας…». Και χαρακτήριζαν τον Άγγλο με έναν πολιτογραφημένο στα ελληνικά τουρκικό όρο, που μερικοί μερακλήδες ειδήμονες του είδους επιβεβαίωναν κλείνοντας με σημασία το μάτι…

Δεν παίρνω φυσικά όρκο για την ακρίβεια των ανωτέρω ούτε και επικαλούμαι το ιταλικό «Se non e vero e ben trovato», δηλαδή «έστω κι αν δεν αληθεύει, είναι έξυπνη επινόηση». Απλώς με κάτι τέτοιες αναπόδεικτες αστειότητες προσπαθούν να μας χαρακτηρίσουν φιλάργυρους, όπως το άλλο που διηγούνται κατ’ εξακολούθησιν σε βάρος μας σαν τηλεοπτικό σίριαλ σε επαναλήψεις. Συνέβαινε λένε στο Μανταμάδο τα χρόνια τα παλιά, αλλά θα μπορούσε να συμβαίνει και σήμερα, διότι όπως πρεσβεύουν οι κοινωνιολόγοι «Οι γενεές παρέρχονται, αλλά τα κουσούρια τους παραμένουν». Ζούσε λοιπόν στη συμπαθητική κωμόπολη ο Γαβρίλος, ευπατρίδης βρακοφόρος, γνωστότερος στους συντοπίτες του με το παρατσούκλι ο «Γεροτσιφούταρος». Αν και κάτοχος σεβαστής περιουσίας, ο βίος του ήταν εγκρατέστερος ασκητού αλλά σαφώς πολυτελέστερος «καλόγερου στυλίτη», το δε οικονομολογικό του δόγμα που διακήρυσσε στους ρέποντας προς τη σπατάλη και τις ασωτείες ήταν πως «Η οικονομία είναι ένας άνθρωπος- τον παρά του να μην εξοδεύει». Και επειδή ουδείς κανών άνευ εξαιρέσεως, προσέθετε και την εξαίρεση του κανόνος: – «Και εάν αντί δύο παράδες, έναν εξοδεύεις, πάλιν οικονομία είναι…». Πάντως, ανεξάρτητα από τη μετρημένη ζωή που ζούσε, ουδέποτε αρνήθηκε να βοηθήσει οικονομικά τον πλησίον του διότι ήταν πολύ πονόψυχος. Έτσι, ένα βράδυ πήγε στο μπακάλικο της γειτονιάς του «Η Αφθονία», που του είχε ζητήσει ο παντοπώλης ένα μικρό δάνειο. Βρήκε τον μπακάλη στα μπουρίνια του γιατί πριν από λίγο είχε αυθαδιάσει η γυναίκα του και επειδή είχε πελάτισσες στο μαγαζί και φοβήθηκε μην τον κακοχαρακτηρίσουν «έδωσε τόπο στην οργή» και δεν την έδειρε. Μπήκε ο Γαβρίλος, έκατσε, έριξε γύρω μια ερευνητική ματιά για να καρατάρει την οικονομική επιφάνεια του αιτούντος, και άρχισε με το σύνηθες στις περιστάσεις ερωτηματολόγιό του. Όταν συμφώνησαν για το ποσό και τον χρόνο αποπληρωμής, και τον ρώτησε ο μπακάλης τι τόκο θα του δώσει, ο Γαβρίλος εξανέστη:

«Να πάρω εγώ τόκο από σένα; Δεν μου κόβονται καλύτερα τα χέρια;», είπε θιγμένος τάχατες. Και με ύφος μισοκακόμοιρο προσέθεσε: «Μέχρι να ξοφλήσεις, θα περνάω κάθε μέρα να μου δίνεις ένα μετζίτι να ‘χω κι εγώ κάτι να πορεύομαι…»


Σχολιάστε εδώ