ΚΛΙΜΑΚΩΝΕΤΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ήταν, κατά έναν τρόπο, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος της Ευρώπης, που την εξάντλησε και επέτρεψε την ανάδυση του διπολικού κόσμου των δύο νέων υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.

Ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων και των δύο συνακόλουθων οικονομικών συστημάτων αναχαίτισε και οριοθέτησε, για μια ολόκληρη περίοδο, τις εγγενείς ακραίες τάσεις του καπιταλισμού. Επέτρεψε έτσι τη διατήρηση ενός ισχυρού ρόλου του κράτους και την ανάπτυξη στην Ευρώπη των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας. Αυτά αποτέλεσαν σαφώς κατάκτηση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων και αποτέλεσαν στοιχείο του προβαλλόμενου ως ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.

Η βιωσιμότητα του μοντέλου αυτού φαινόταν απολύτως εξασφαλισμένη, ακόμη και μετά την κατάλυση των μεγάλων αποικιακών αυτοκρατοριών. Οι τελευταίες είχαν συμβάλει, προφανώς, καταλυτικά, κατά την προηγούμενη περίοδο, στην ανάπτυξη και διεθνή επιρροή ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων, με πρώτη τη Μ. Βρετανία και δεύτερη τη Γαλλία.

Η ταχύρρυθμη όμως τεχνολογική πρόοδος και καινοτομία φαινόταν να γίνεται εφεξής ο κύριος κινητήρας αναπτύξεως και σταθερής προόδου, που επέτρεπε αντίστοιχη αισιοδοξία και προσδοκία για το μέλλον. Είναι χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, η αντίληψη που επικρατούσε στον χώρο των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, μέχρι τη δεκαετία του 1980. Πιστευόταν ότι η αυξανόμενη αυτοματοποίηση της παραγωγής θα επέτρεπε την απελευθέρωση εργατικού χρόνου. Τη μείωση δηλαδή των ωρών ή ημερών εργασίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο γάλλος σοσιαλιστής πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν έσπευσε να εισαγάγει τις 35 ώρες εργασίας, πιστεύοντας ότι θ’ ακολουθούσαν, αργότερα, και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

ΑΚΡΑΙΕΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΗΔΗ
ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ʼ80 ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ

Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή, ήδη από τη δεκαετία του ʼ80. Από την προηγούμενη, άλλωστε, δεκαετία, το 1971, είχε αρχίσει το ξήλωμα του διεθνούς νομισματικού πλαισίου, που είχε δημιουργηθεί μεταπολεμικά από τις Συμφωνίες του Bretton Woods, το 1946. Ο Πρόεδρος Νίξον, αντιμέτωπος με τις τεράστιες δαπάνες του πολέμου του Βιετνάμ, κατήργησε τη θεσμοθετημένη αναφορά του δολαρίου στον χρυσό και ανήγαγε το δολάριο σε «χάρτινο χρυσό». Ήταν ένας τρόπος να αποσείσει μέρος του φορτίου των δαπανών, καταχρώμενος του ρόλου του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Η εκτροπή αυτή έγινε από τότε μόνιμο καθεστώς.

Η στασιμότητα στο Ανατολικό στρατόπεδο, που άρχισε να γίνεται καταφανής από την περίοδο Μπρέζνιεφ, στη δεκαετία του ʼ60, έφερε σταδιακά αποδυνάμωση της ιδεολογικής και πολιτικής επιρροής του Ανατολικού συνασπισμού και των ιδεών του στη Δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, ενίσχυσε την ιδέα ενός ακμάζοντος και ελπιδοφόρου καπιταλισμού, γεγονός που έδωσε σ’ αυτόν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ενέτεινε τις εγγενείς ακραίες τάσεις του. Οι τελευταίες εκφράσθηκαν, ως ακραίος νεοφιλελευθερισμός, στη δεκαετία του ʼ80.

Η κατάρρευση του Ανατολικού συνασπισμού στο τέλος της δεκαετίας, άνοιξε τον δρόμο στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Ήταν η πολιτική ενός αχαλίνωτου και υπερφίαλου χρηματιστικού καπιταλισμού, που παρουσιάσθηκε στην αμερικανική πολιτική ηγεσία ως το όχημα μιας νέου τύπου παγκόσμιας ηγεμονίας.

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΤΕΙΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΖΕΥΞΗ
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ,
ΕΝΙΣΧΥΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΩΣΗ ΚΑΙ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ,
ΑΠΑΞΙΩΝΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΧΥΝΕΙ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ
ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΑΡΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ

Τ’ αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ήδη φανερά. Καταδεικνύουν, κατά πρώτο λόγο, την υπερίσχυση των ιδιωτικών συμφερόντων σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, με πολωτικές και ολιγαρχικές τάσεις, που φαίνονται απίστευτες. Είναι ενδεικτικά, από την άποψη αυτή, τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει για τις ΗΠΑ ο Βασίλης Μαρκεζίνης, στο τελευταίο βιβλίο του «Η Ελλάδα των Κρίσεων» (σελ. 34).

Σύμφωνα με αυτά, το 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ κέρδισε, το 2007, το 23,5% του ετήσιου αμερικανικού εισοδήματος. Κατά το ίδιο έτος, η περιουσία του 1% του πληθυσμού ήταν ίση με την περιουσία του 99% των Αμερικανών. Σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί είχαν, κατά το ίδιο έτος, περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας 1,5 τρισ. δολ. Η περιουσία αυτή είναι σχεδόν ίση με εκείνη του 50% του πληθυσμού (160 εκατ.), που ανερχόταν σε 1,6 τρισ. δολ.

Τα στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν επίσης στασιμότητα ή μείωση του εισοδήματος των πιο φτωχών στρωμάτων και, αντιθέτως, αλματώδη αύξηση των εισοδημάτων των πλουσιοτέρων. Έτσι, μεταξύ 1979 και 2008, το 5% των πλουσιοτέρων Αμερικανών είδε τα εισοδήματά του να αυξάνονται κατά 73%. Αντιθέτως, το πιο φτωχό 20% είδε τα εισοδήματά του, κατά την ίδια περίοδο, να μειώνονται κατά 4,1%. Τα εισοδήματα των άλλων στρωμάτων παρέμειναν στάσιμα στα επίπεδα που βρίσκονταν εδώ και τριάντα χρόνια.

Η κοινωνική αυτή πόλωση και υπερσυγκέντρωση πλούτου θέτει αδυσώπητα ερωτήματα για την εξέλιξη του πολιτεύματος και την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας πάνω σε μια τόσο άνιση βάση. Θέτει επίσης παρόμοια ερωτήματα, σε σχέση με τις αγορές, που δήθεν αυτορρυθμίζονται, και την απαξίωση του ρόλου του κράτους. Το πού μπορεί να οδηγήσει η κατάσταση αυτή, στο πλαίσιο ενός ανεξέλεγκτου ουσιαστικά διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, φάνηκε καθαρά και δραματικά στη διεθνή κρίση του 2008-09. Φαίνεται επίσης σήμερα στην ανακύκλωση της κρίσεως στην Ευρώπη, με επίκεντρο τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Τ’ αποτελέσματα είναι επίσης ορατά, κατά δεύτερο λόγο, στην επιτάχυνση της μεταφοράς του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας στην Ασία, με πρωταγωνιστή την Κίνα. Οι μεγαλεπήβολοι σχεδιαστές της παγκοσμιοποίησης υπελάμβαναν ήδη ως δεδομένη και μόνιμη τη Ρωσία του Γιέλτσιν. Προεξοφλούσαν επίσης ότι η Κίνα θ’ ακολουθούσε αναπόφευκτα την τύχη του άλλου κομμουνιστικού γίγαντα.

Η ΚΙΝΑ ΕΦΕΡΕ
ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΤΗΝ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ
ΕΠΩΦΕΛΗΘΗΚΕ ΑΠ’ ΑΥΤΗΝ

Ήδη όμως η Κίνα, από την εποχή του Τενγκ Χσιάο Πινγκ, το 1979, είχε αρχίσει τη μεγάλη στροφή του ανοίγματος προς τα έξω και προς τη μεικτή οικονομία. Ήταν, επομένως, έτοιμη ν’ αντιμετωπίσει την παγκοσμιοποίηση μ’ ευέλικτες πολιτικές. Οι τελευταίες τής διασφάλισαν τα μεγάλα πλεονεκτήματα της ελεύθερης προσβάσεως στη διεθνή αγορά. Ταυτόχρονα όμως την προστάτευσαν από τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης ξένης εισβολής και της διαλύσεως εκ των έσω. Καταλυτικό ρόλο διεδραμάτισαν, από την άποψη αυτή, ο έλεγχος της κινήσεως κεφαλαίων, τον οποίο διετήρησε η μη μετατρεψιμότητα του κινεζικού νομίσματος γιουάν, και η διατήρηση υπό κρατικό έλεγχο των στρατηγικών υποδομών, της στρατηγικής βιομηχανίας και τεχνολογίας και του στρατηγικού σχεδιασμού.

Η Κίνα ανεκάλυψε, κατά έναν τρόπο, οδηγούμενη από το ιστορικό της ένστικτο και από τις πρακτικές της ανάγκες, ένα νέο οικονομικό μοντέλο ταχύρρυθμης αναπτύξεως. Το μοντέλο αυτό αξιοποιεί το τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει η Κίνα, με τον πληθυσμό, την έκτασή της και τη φθηνή παραγωγή, και το συνδυάζει με την ενθάρρυνση, μέχρι παροξυσμού, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και με τον κρατικό στρατηγικό σχεδιασμό, στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας. Τ’ αποτελέσματα για την Κίνα είναι θεαματικά. Υπολογίζεται ότι, μέχρι το 2026, το εθνικό της εισόδημα θα υπερβεί εκείνο των ΗΠΑ και θα καταστεί η πρώτη οικονομία του κόσμου.

Πού πάει όμως η Ευρώπη, εγκλωβισμένη σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική παγκοσμιοποίησης; Η τελευταία αποτελεί στην ουσία εκτροπή από το παραδοσιακό μοντέλο του παραγωγικού καπιταλισμού. Συγχέεται περισσότερο μ’ έναν ασύδοτο χρηματιστικό καπιταλισμό. Στο πλαίσιο μάλιστα ενός διεθνούς χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, που έχει μεγάλη και επείγουσα ανάγκη από αναθεώρηση και ρύθμιση.

ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΗΠΑ

Η επέμβαση στην Ευρώπη των ΗΠΑ κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, έκλινε, προφανώς, την πλάστιγγα του πολέμου και απεσόβησε την επιβολή μιας τυραννικής ηγεμονίας. Εγκαθίδρυσε όμως, ταυτόχρονα, μια αναμφισβήτητη αμερικανική ηγεμονία στη Δυτική Ευρώπη.

Η ηγεμονία αυτή αποκορυφώθηκε, για ένα μικρό διάστημα, μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας και της Ευρώπης. Τότε κυοφορήθηκαν και εκφράσθηκαν ως ιδεολογήματα οι υπερφίαλες αξιώσεις για παγκοσμιοποίηση, με άξονα τον χρηματιστικό καπιταλισμό, και για συνεπόμενη αμερικανική ηγεμονία.

Ο χρόνος απέδειξε πόσο έωλες ήταν τέτοιες προσδοκίες. Διαπιστώνουμε ότι ζούμε ήδη σ’ έναν πολυπολικό κόσμο. Η Ευρώπη, με το οικονομικό και πολιτικό της εκτόπισμα, είναι εν δυνάμει ένας από τους πόλους αυτούς. Το έλλειμμα όμως που έχει στη γεωπολιτική της αυτονομία, λόγω των εσωτερικών της διαιρέσεων και της στρατηγικής εξαρτήσεώς της από τις ΗΠΑ, την εμποδίζουν ν’ ασκήσει τον ρόλο αυτό και ν’ αναδειχθεί σ’ έναν αυτόνομο στρατηγικό παράγοντα. Η εξάρτηση δεν υπάρχει μόνο στις στρατηγικές σχέσεις και αντιλήψεις, που οριοθετούνται από τις ΗΠΑ. Υπάρχει επίσης στο οικονομικό σύστημα, αναμφισβήτητο κέντρο του οποίου παραμένουν οι ΗΠΑ.

H μακροημέρευση οποιασδήποτε ηγεμονίας προϋποθέτει την εξυπηρέτηση κάποιων γενικότερων συμφερόντων και κανόνων, που δεν αφορούν μόνο την ηγεμονική δύναμη. Ένα παράδειγμα είναι η λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος. Οι ΗΠΑ ανεγνωρίσθησαν μεταπολεμικά ως το αναγκαίο σταθεροποιητικό κέντρο του συστήματος, με απόδοση ρόλου αποθεματικού νομίσματος στο δολάριο, υπό συγκεκριμένους όρους ισοτιμιών. Οι όροι όμως αυτοί αθετήθηκαν επισήμως το 1971 και επεβλήθη μονομερώς η ιδέα του «χάρτινου χρυσού».

Η ασύδοτη επίσης εσωτερική εξέλιξη του οικονομικού καθεστώτος προς τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, υπονόμευσε τους κανόνες λειτουργίας και τους ελέγχους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε διεθνές επίπεδο, γεγονός που εγκυμονεί απίστευτους κινδύνους. Η αδυναμία ελέγχου και επανορθώσεως της καταστάσεως αυτής από την αμερικανική πολιτική ηγεσία, κατά το προηγούμενο του New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, διατηρεί και την Ευρώπη σε κατάσταση ομηρίας στην ίδια πολιτική.

Αντίθετα όμως με ό,τι έγινε στο παρελθόν, οι ΗΠΑ έχουν σήμερα μεγάλη ανάγκη από τη συνδρομή της Ευρώπης. Για να βγουν από το αδιέξοδο, στο οποίο έχουν βυθισθεί, με την παράλογη και απροσμέτρητη εκτροπή του συστήματός τους. Το τελευταίο προσδιορίζει επίσης καταλυτικά και το διεθνές σύστημα. Η Ευρώπη όμως παραμένει παθητικά εγκλωβισμένη στην ίδια πολιτική. Δεν έχει την κοινή πολιτική που θα της επέτρεπε να δράσει εγκαίρως και σε στρατηγική κλίμακα και να θέσει, μονομερώς στην ανάγκη, κανόνες, ελέγχους και ρυθμίσεις, που θα καλούνταν να λειτουγήσουν ως πρότυπο και σε διεθνές επίπεδο.

Η ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Οι δομικοί λόγοι που ανεπτύχθησαν παραπάνω, δίνουν μια εξήγηση του σχετικά ατελέσφορου των μέτρων που πάρθηκαν από την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ της 21ης Ιουλίου, με αφορμή την Ελλάδα.

Το νέο πακέτο που ανακοινώθηκε είχε στόχο να στείλει συνολικό θετικό μήνυμα στις αγορές και να σταθεροποιήσει την κατάσταση στην Ευρωζώνη. Διαπιστώνουμε όμως την ανησυχητική άνοδο των επιτοκίων και των ασφαλίστρων κινδύνου σε μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Η χρηματιστική κερδοσκοπία παραμένει εκτός ελέγχου, τρεφόμενη από το διαφορικό καθεστώς μέσα στην ίδια την Ευρωζώνη και την έλλειψη κοινής και αυτόματης αντιδράσεως για την υπεράσπιση του ευρώ. Τρέφεται επίσης από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία καθιστά εξαιρετικά δυσχερή οποιονδήποτε έλεγχο και περιορισμό, στο πλαίσιο μάλιστα ενός απορρυθμισμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος, που έχει ως έμβλημά του την περιβόητη αυτονομία των αγορών.

Η έξαρση της κρίσεως χρέους στην Ευρωζώνη επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά του λόγου το ασφαλές, ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν έχει μόνο εσωτερικά αίτια, όσο κι αν έγινε προσπάθεια στην αρχή να εμφανισθεί η Ελλάδα σε ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου. Η κρίση αποτελεί επίσης μέρος των δομικών προβλημάτων και αντιφάσεων της Ευρωζώνης, όπως επίσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και της αλόγιστης πολιτικής της παγκοσμιοποίησης.

Η έξαρση της κρίσεως χρέους στην Ευρώπη θα καταστήσει πιο δύσκολη την κατάσταση για την Ελλάδα. Θα φέρει όμως, ταυτόχρονα, πιο κοντά την ώρα της αλήθειας για την Ευρώπη. Τόσο σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της Ευρωζώνης όσο και σε ό,τι αφορά την πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.


Σχολιάστε εδώ