Η ΑΓΩΝΙΩΔΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΑΠΟΡΟΥ ΝΕΟΥ ΟΣΤΙΣ ΜΟΝΑΖΕΙ ΕΙΣ ΜΟΝΗΝ Τʼ ΑΓΙΟΥ ΠΕΙΝΑΛΕΟΥ

Θεέ μου, νά εχόρτασα
κάποτε δέν θυμάμαι,
θυμάμαι όμως τίς αυγές
πού ξυπνητός κοιμάμαι.

Ετούτο τό παράδοξο
χρόνια μέ κατατρέχει
είτε φλογίζουν τά βουνά
είτε εις κάμπους βρέχει.

Μικρούλης επερπάταγα
άνευ υποδημάτων
κι όλοι μέ παρομοίαζαν
μέ αλητάκο γάτον.

Τά πρώτα υποδήματα
εις τόν στρατό τά πήρα,
κι αμέσως ευχαρίστησα
τήν ευγενή μου μοίρα.

Ήτο αρβύλες συμπαγείς
αυστριακές κονσόλες
μέ κορδονέτα ισχυρά
καί λάστιχα γιά σόλες.
Ότε η μέρα έσβηνε
κι ο θάλαμος βρωμούσεν
κοιμόμουν ενυπόδητος
ως νορβηγός Αμούδσεν.

Γύρω μου η Ανταρκτική
κι η στέπα χιονισμένη
μά ο ύπνος ήτο όνειρο
κι η χάρις σου δοσμένη.

Η χάρις σου, Πανάγαθε
καί δωρητή αρβύλων,
τών Εσπερίδων άρχοντα
κι άλλων τινών εκφύλων.

Η ώρα στό συσσίτιο
μιά παλιγγενεσία,
τό Έθνος μας εδόξαζα
τό φθάσαν εις Ασία.

Υιός τού Μεγαλέξανδρου
μέ γουρλωμένο μάτι
ένιωθα τότε ανίκητος
μέ τήν κοιλιά γεμάτη.
Πόσο, Θεέ, σ’ ευχαριστώ
δέν λέγεται μέ λόγια,
τήν προσευχή μου άκουσε
τήν δίχως κομπολόγια.

Τά κομπολόγια πάν΄ εκεί
Πού ‘ναι ρασοφορία,
όμως εγώ σ’ ευχαριστώ
αλλ’ έχω μιά απορία.

Πώς γίνεται, Θεούλη μου,
νά τρώνε συναγρίδες
αυτοί πού σέ αγνόησαν
κι άλλοι νά τρών΄ ακρίδες;

Πού είναι η πειθαρχία τους
στούς Μωυσέως νόμους,
αυτοί πώς ζούνε στά ψηλά
κι εγώ στούς υπονόμους;

Πού βρίσκεται η ισότητα
πού είναι η εντιμότης,
πώς χρίζεται ως ήρωας
ο βλάκας κι εξωμότης;
Παρακαλώ, Δημιουργέ,
άκου τήν προσευχή μου
βάλε μιά τάξη αταξική
πού νά ‘χεις τήν ευχή μου.

Αν δέν μπορείς, Πανάγαθε,
νά φτιάξεις το μπουρδέλο
βάλε του σέ παρακαλώ
αν θές… ΕΝΑ ΦΟΥΡΝΕΛΟ.

Γιά νά πετάξω καί εγώ
τίς μίζερες αρβύλες
αλλά γιά κοίταξε καλά:
Τίναξε καί τίς βίλες.

…………………..
…………………..

«Ο Θεός έβαλε τήν υπογραφή του
γιά τήν λευτεριά τής Ελλάδος
καί δέν τήν παίρνει πίσω».
Εμένα μού λές, αφού φαίνεται
τό πράγμα.


Σχολιάστε εδώ