ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ και άλλες «φούσκες» με μεγαλοστομίες

Διαβάζουμε στο «κυβερνητικό πρόγραμμα για την οικονομία» που έδωσε στη δημοσιότητα το κόμμα της ΝΔ τον Φεβρουάριο του 2004 εν όψει των εκλογών του επόμενου μήνα ότι μια από τις κύριες επιδιώξεις όταν κερδίσει τις εκλογές και κατακτήσει την εξουσία θα είναι και η «ταχύρρυθμη ανάπτυξη της οικονομίας με συνθήκες σταθερότητας των τιμών» (σελίς 21 του προγράμματος). Και στη συνέχεια διευκρινίζει ότι «ανάπτυξη σημαίνει αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, βελτίωση της κατανομής του εθνικού εισοδήματος μεταξύ των συντελεστών της παραγωγής, μεταξύ των ατόμων και μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Αυτήν την έννοια της ανάπτυξης έδινε τότε το κυβερνών κόμμα. Θα μας συγχωρήσουν όμως οι συντάκτες του κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ, αλλά ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής, βγαλμένος από παλαιότερες αντιλήψεις. Σήμερα ανάπτυξη σημαίνει η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης μιας χώρας και στους τρεις τομείς της παραγωγικής διαδικασίας (πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα), με έμφαση στους κλάδους εκείνους όπου η χώρα παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα και είναι συνεπώς σε θέση να παράγει προϊόντα με υψηλό βαθμό αντοχής στο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Και η διασπορά του αυξημένου εθνικού προϊόντος στους συντελεστές της παραγωγής (περιφέρειες και άτομα).

Hδιεύρυνση της παραγωγικής βάσης μιας οικονομίας προσμετράται από τους ρυθμούς αύξησης των εξαγωγών (σε αγαθά και υπηρεσίες) και μείωσης της εισαγωγικής διείσδυσης ξένων προϊόντων. Ας δούμε λοιπόν στην τριετή κυβερνητική θητεία της τι πέτυχε η σημερινή κυβέρνηση στον τομέα της πραγματικής και αυτοδύναμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Κατ’ αρχάς επιδίωξή της ήταν μια ανάπτυξη ταχύρρυθμη με συνθήκες σταθερότητας τιμών. Η τριετία που πέρασε διέψευσε τις προσδοκίες της αυτές. Δεν πέτυχε ούτε ταχύρρυθμη ανάπτυξη ούτε συνθήκες σταθερότητας τιμών. Λέγοντας ταχύρρυθμη ανάπτυξη και μάλιστα αυτοδύναμη που να στηρίζεται αποκλειστικά στις παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας, εννοούσε το πρόγραμμα της ΝΔ «την επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης που να υπερβαίνει το 5% ετησίως». Τρία χρόνια τώρα οι ρυθμοί ανάπτυξης κυμαίνονται γύρω στο 4%, δηλαδή απλώς συνεχίστηκαν οι ίδιοι ρυθμοί ανάπτυξης με το παρελθόν, που στηρίζονταν στις εισροές από τα διάφορα κοινοτικά ταμεία και στην υπερχρέωση των νοικοκυριών που συντηρεί ικανοποιητικούς ρυθμούς βελτίωσης της τελικής κατανάλωσης. Οι ετήσιες αυξήσεις του ΑΕΠ σε οποιοδήποτε ποσοστό δεν έφεραν ικανοποιητική διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας μας ούτε και ποιοτική αναβάθμισή της. Δεν μπορέσαμε να πετύχουμε την παραγωγή προϊόντων επώνυμων στη διεθνή αγορά με υψηλή ποιότητα ούτε πετύχαμε την παραγωγή νέων προϊόντων. Και αυτά γιατί οι επιχειρήσεις μας στράφηκαν σε επενδύσεις σε άλλες χώρες, όπου κατά τη γνώμη τους το μικροοικονομικό περιβάλλον είναι ευνοϊκότερο σε σύγκριση με αυτό της χώρας μας. Και όλα αυτά παρουσίασαν στασιμότητα γιατί η σημερινή κυβέρνηση δεν εφάρμοσε μια νέα οικονομική πολιτική. Απλώς συνέχισε την πολιτική των κυβερνήσεων των τάχα εκσυγχρονιστών του νεο-ΠΑΣΟΚ. Επόμενο ήταν η οικονομία μας να συνεχίσει την ίδια πορεία και να στηρίζει την όποια ανάπτυξή της στις κοινοτικές εισροές και στην υπερχρέωση των νοικοκυριών (και των επιχειρήσεων), που αποτελούν συνιστώσες της ανάπτυξης, περιορισμένης όμως χρονικής διάρκειας που συνεπώς δεν αποτελούν σταθερούς πυλώνες μιας αυτοδύναμης ανάπτυξης.

Καθ’ όσον αφορά την ταχύρρυθμη ανάπτυξη, η αποτυχία δεν βαρύνει παρά ελάχιστα τη σημερινή κυβέρνηση. Κληρονόμησε τον εφησυχασμό των κυβερνήσεων Σημίτη και την τάση των ελληνικών επιχειρήσεων για όσο το δυνατόν υψηλότερο κέρδος με τη μικρότερη και πλέον ανέξοδη προσπάθεια. Οι κυβερνήσεις Σημίτη εναπόθεσαν την πάσαν ελπίδα τους για ανάπτυξη στις κοινοτικές εισροές και στην υπερχρέωση των νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα για τη στήριξη της ενεργού ζήτησης, που αποτελεί βασικό αναπτυξιακό παράγοντα. Έδωσαν όλη τους την προσοχή στο «μαγείρεμα» των μακροοικονομικών επιδόσεων της οικονομίας μας και με τη δημιουργία μιας εικονικής πραγματικότητας παρουσίασαν την ελληνική οικονομία τάχα έτοιμη για την είσοδό της στην ΟΝΕ, εν γνώσει τους ότι η οικονομική και νομισματική ένωση με οικονομίες ισχυρότερες, με υπέρτερο τεχνολογικό επίπεδο καταδικάζει τις ασθενείς και αθωράκιστες οικονομίες που μετέχουν στην ένωση σε φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού. Η Ελλάδα θα έπρεπε να μπει στην ΟΝΕ μετά από την πλήρη εξειδίκευση της οικονομίας της στους τομείς εκείνους όπου διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Τότε μόνο θα μπορούσε να έχει μια πετυχημένη «σταδιοδρομία» στους κόλπους της ΟΝΕ. Τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε για την ευημερία των ισχυρών οικονομιών της ΟΝΕ. Το σφάλμα της κυβέρνησης Καραμανλή είναι ότι παρά το γεγονός ότι διέγνωσε την ανάγκη για μια νέα οικονομική πολιτική, δεν κατάφερε στα τρία χρόνια που κυβερνάει να αλλάξει τίποτε στην οικονομία μας. Ίδια οικονομική πολιτική, ίδιες επιδόσεις και ίδια «γεύση» για τους οικονομικά αδύναμους πολίτες.

Στη δημιουργία συνθηκών σταθερότητας τιμών η αποτυχία των κυβερνητικών προσπαθειών συνεχίστηκε. Η νομισματική μεταρρύθμιση (εισαγωγή του ευρώ) πυροδότησε κατάσταση κερδοσκοπίας στην αγορά και έφερε την ακρίβεια. Η τότε κυβέρνηση Σημίτη έδειξε πλήρη ανικανότητα να περιορίσει την «αγαθοποιό» δραστηριότητα των πανίσχυρων δυνάμεων της αγοράς, που αποτελούν «παγκόσμιο κατεστημένο» με έσωθεν και έξωθεν διαπλοκή. Αυτήν την κατάσταση εκμετάλλευσης του καταναλωτή ασφαλώς δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει η κυβέρνηση της ΝΔ. Όταν ο πρωθυπουργός μιλούσε για τη δημιουργία συνθηκών σταθερότητας τιμών, άραγε δεν γνώριζε την πραγματική δύναμη των «νταβατζήδων» της αγοράς; Δεν γνώριζε ότι μέσα στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου συστήματος και της αγοραίας οικονομίας, τα πάντα εξουσιάζονται από τους «νταβατζήδες» της αγοράς; Αυτοί κυβερνάνε σήμερα σε όλα τα κράτη που ακολουθούν τα παραγγέλματα του νεοφιλελευθερισμού και της οικονομίας της αγοράς. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να δημιουργήσει συνθήκες σταθερότητας των τιμών στην ελληνική αγορά; Ασφαλώς θα μπορούσε εάν είχε τις δυνάμεις να προκαλέσει μια ρήξη με το κυρίαρχο σύστημα. Όπως ακριβώς πράττουν σήμερα οι περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών της Νότιας Αμερικής. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και η σημερινή της ΝΔ δεν διαθέτουν τα κότσια για μια ρήξη με το οικονομικό κατεστημένο. Αλλά ούτε διαθέτουν και τη σχετική πολιτική βούληση. Αντιθέτως επιδιώκουν την πλήρη επικράτηση των αρχών του νεοφιλελευθερισμού. Νομοτελειακά και όσο θα βρισκόμαστε κάτω από το πλέγμα της οικονομίας της αγοράς, χωρίς ρήξεις με τις «αξίες» που αυτή προστάζει, και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να προσφέρουν αναπτυξιακή δυναμική στην ελληνική οικονομία ούτε να πετύχουν τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας των μισθωτών (εργαζομένων και συνταξιούχων), των μικροαγροτών και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και ελευθέρων επαγγελματιών. Το επικρατούν σύστημα είναι δομημένο για να προσφέρει απλόχερα την ευημερία στους τραπεζίτες, στους μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεπενδυτές, στα υψηλόβαθμα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων και σε όσους υπηρετούν τα κόμματα που στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις το τωρινό οικονομικό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού. Όλοι οι υπόλοιποι στον Καιάδα της διά βίου εκπαίδευσης και εργασίας, της στέρησης, της φτώχειας και της εξαθλίωσης.

Και για να ξαναθυμηθούμε την κύρια επιδίωξη του κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ για ανάπτυξη με συνθήκες σταθερότητας τιμών, τονίζουμε την υπόσχεση και για βελτίωση της κατανομής του εθνικού εισοδήματος μεταξύ των συντελεστών της παραγωγής, μεταξύ των ατόμων και των περιφερειών της χώρας μας. Αναγκαία η κατανομή του εισοδήματος. Τι πέτυχε η τωρινή κυβέρνηση στο σοβαρό πρόβλημα της διασποράς των ωφελημάτων από την όποια ανάπτυξη; Απολύτως τίποτε. Βελτίωσε μέσα στην τριετία τους μηχανισμούς διασποράς του εισοδήματος; Όχι βέβαια. Ίδιοι ρυθμοί ανάπτυξης με το ΠΑΣΟΚικό παρελθόν, ίδιες και οι αυξήσεις στις αμοιβές εργασίας. Τη στήλη μας αυτήν πολλές φορές την έχει απασχολήσει το πρόβλημα της διασποράς του εθνικού εισοδήματος. Οι μηχανισμοί διασποράς λειτουργούν προς την κατεύθυνση της συγκέντρωσης των ωφελημάτων από την ανάπτυξη σε μια περιορισμένη οικονομική ελίτ. Ακούμε κάθε χρόνο αύξηση του ΑΕΠ και δεν βλέπουμε καθόλου βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της μεγάλης πλειοψηφίας των ελληνικών νοικοκυριών. Βλέπουμε υπερκέρδη των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων και υπερχρέωση των νοικοκυριών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Και ακόμη, μείωση του αγροτικού εισοδήματος. Στρεβλή ανάπτυξη, που φέρνει εξαθλίωση στους πολλούς και άφθονο πλούτο στους λίγους. Θα θυμάται ασφαλώς ο λαός τον πρωθυπουργό, πριν από έναν περίπου χρόνο, να εκλιπαρεί τις διοικήσεις των τραπεζών «να δώσουν κάτι» από τα υπερκέρδη τους και στους εργαζομένους στις τράπεζες! Έτσι θα περπατήσουν, κύριε πρωθυπουργέ, οι μηχανισμοί διασποράς του εισοδήματος; Ανύπαρκτο κράτος και ανύπαρκτοι μηχανισμοί.

Εάν η τωρινή κυβέρνηση επιθυμούσε πραγματικά τη βελτίωση της κατανομής του εθνικού εισοδήματος θα έπρεπε με την εισοδηματική της πολιτική να δώσει στους εργαζόμενους ό,τι τους ανήκει. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται αύξηση των αποδοχών τους στο ύψος της αύξησης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές (περίπου 8%) και το ποσοστό της βελτίωσης της αποδοτικότητας της εργασίας (2%-2,5%). Δεν κινδυνεύει η οικονομία όταν η εργασία ως συντελεστής της παραγωγής πάρει το μερίδιο που της ανήκει. Κινδυνεύει η οικονομία και η κοινωνική συνοχή όταν ένα μεγάλο κομμάτι του κοινωνικού συνόλου οδηγείται στην εξαθλίωση και στην περιθωριοποίηση.

Από τώρα και εν όψει των βουλευτικών εκλογών μπαίνουμε σε περίοδο «προγραμματικών» εξαγγελιών και από τα δύο κόμματα που διεκδικούν την εξουσία. Προγράμματα και μεγαλόστομες υποσχέσεις θα ακουστούν πολλά, με στόχο τη δημιουργία προσδοκιών και ελπίδων. Για εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης. Είναι τα «αμορτισέρ» του συστήματος για την απορρόφηση των κραδασμών που δημιουργεί στην κοινωνία το κατεστημένο σύστημα. Μη δίνετε απολύτως καμία σημασία. Τώρα θα σας ξεγελάσουν και μετά τις εκλογές θα σας περιπαίζουν!


Σχολιάστε εδώ