Το Σύνταγμα ως «άλλοθι»

Η ανικανότητα των κομμάτων να προχωρήσουν σε ριζικές τομές αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αναζητούν συνεχώς συνταγματικά «άλλοθι». Έχει γίνει «μόδα» τα τελευταία χρόνια να προτείνονται τροποποιήσεις και συνταγματικές αλλαγές προκειμένου να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις και θεσμικοί όροι που δεν χρειάζονται παρά σοβαρές -αλλά συνήθεις στη διαδικασία επικύρωσής τους- νομοθετικές ρυθμίσεις.

Μια τέτοια συνταγματική «περιπέτεια» ζήσαμε πριν από λίγα χρόνια με την -αποτυχημένη- προσπάθεια «ρύθμισης» των ορίων παρέμβασης των ιδιωτικών συμφερόντων των ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα, μετά από όλες αυτές τις ρυθμίσεις και τις άλλες που επακολούθησαν είναι περίπου μηδενικό…

Σήμερα «επιστρατεύεται» από την κυβέρνηση το Σύνταγμα προκειμένου να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια ή να ρυθμισθεί το πολύπαθο θέμα των «δασικών εκτάσεων»… Κι αυτό συμβαίνει γιατί η ΝΔ -αλλά και το ΠΑΣΟΚ- όχι μόνο δεν διαθέτει συγκεκριμένο σχέδιο ριζικών ρυθμίσεων σε κρίσιμους τομείς αλλά δεν μπορεί να διασφαλίσει και τη κοινωνική συναίνεση και νομιμοποίηση για τις ρυθμίσεις αυτές.

Γι’ αυτό και τα κόμματα της διακυβέρνησης επιδιώκουν να επιτύχουν την νομιμοποίηση των επιλογών τους μέσω της τυπικής συνταγματικής αρχής. Άλλωστε γι’ αυτού του τύπου τη νομιμοποίηση αρκεί ο αριθμός των 151 και -στη χειρότερη περίπτωση- των 180 βουλευτών… Συνεπώς η αναγκαία από τους πολίτες νομιμοποίηση εξαντλείται σε μια απλή αυτο-νομιμοποίηση των κομμάτων, υπό το κράτος μάλιστα της, επιστρατευόμενης κατά περίπτωση, «κομματικής πειθαρχίας» των βουλευτών…

Με τον τρόπο αυτόν το Σύνταγμα «μετατρέπεται» από ύπατη πολιτειακή κανονιστική αρχή σε «τρέχουσα» νομοθετική εξουσία, η οποία αποκτά εκ των πραγμάτων συγκυριακό χαρακτήρα, αφού συνδέεται με τον εκάστοτε κοινοβουλευτικό συσχετισμό των κομμάτων.

Στα πανεπιστήμια η απουσία πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης για σοβαρές -ποιοτικού χαρακτήρα- μεταρρυθμίσεις συνδέεται ευθέως με τη βασική της επιλογή να εντάξει και την Ανώτατη Εκπαίδευση σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού της αγοράς, οι όροι του οποίου παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Π.χ. η περίφημη «αξιολόγηση» -η οποία είναι αυτονόητα αποδεκτή ως αρχή για κάθε λειτουργό που υπηρετεί το δημόσιο αγαθό της Εκπαίδευσης- δεν διευκρινίζεται αν θα διενεργηθεί με τους ποσοτικούς όρους της αγοράς ή με ποιοτικά κριτήρια που αφορούν την ικανότητα, το επιστημονικό του έργο, την αξιοκρατική επιλογή και εξέλιξή του. Ο χώρος δεν επιτρέπει να προσεγγισθεί σ’ αυτό το πλαίσιο ανάλυσης μια σειρά παρόμοιων προβλημάτων όπως τα συγγράμματα, οι μεταπτυχιακές σπουδές, η παρουσία των φοιτητών στη διδασκαλία κ.λπ.

Είναι λοιπόν προφανές ότι η τροποποίηση του άρθρου 16 του Συντάγματος δεν αποτελεί παρά μια πολιτική επιλογή «μετάθεσης» του προβλήματος που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ (τουλάχιστον η ηγετική του ομάδα).

Το αποτέλεσμα της αδυναμίας και της ανικανότητας αυτής το «πληρώνουν» πρώτα απ’ όλα τα ίδια τα πανεπιστήμια. Όχι μόνο γιατί εδώ και 8 μήνες περίπου υπολειτουργούν. Αλλά γιατί αντί ολόκληρη η πανεπιστημιακή κοινότητα να οδηγηθεί συντεταγμένα μέσα από έναν οργανωμένο διάλογο σε προτάσεις και λύσεις εμφανίζεται σήμερα διχασμένη, άβουλη, αδύναμη να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα. Οι αντιθέσεις μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό των πανεπιστημίων και αναδύθηκαν συμφέροντα, πολιτικές σκοπιμότητες και υστερόβουλες πρακτικές που διαμορφώνουν πολώσεις και αδιέξοδα. Υπάρχουν μάλιστα πρόσωπα και πολιτικο-ιδεολογικές ομάδες οι οποίες μέσα από «άκαμπτες – επαναστατικές» πρακτικές πιστεύουν σε μια μεγάλη «σύγκρουση» στον χώρο των πανεπιστημίων, μια σύγκρουση που θα αναδείξει τον προσωπικό – πολιτικό τους ρόλο και την ορθότητα του δογματικού τους κηρύγματος.

Βεβαίως όταν οι κοινωνικές αντιθέσεις δεν μπορούν να επιλυθούν με πολιτικούς όρους, όταν δεν μπορούν να συμφιλιωθούν στη βάση του δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, τότε δεν μεταφέρονται μόνο στο εσωτερικό των θεσμών αλλά διαπερνούν και τα ίδια τα κόμματα.

Τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίζονται στο ΠΑΣΟΚ με τις εκδηλούμενες αντιθέσεις σε επίπεδο ηγετικών στελεχών, διχάζουν και προκαλούν σύγχυση στην κοινωνική του βάση. Ο ίδιος ο όρος «μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια -εφεύρημα του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ- εκφράζει σ’ όλο της το εύρος την αδυναμία να οριοθετηθεί το δημόσιο αγαθό από το ιδιωτικό συμφέρον -απόδειξη κι αυτή της ιδεολογικό/πολιτικής κρίσης του ΠΑΣΟΚ- γι’ αυτό και επιστρατεύθηκαν λεκτικές φόρμες κενές περιεχομένου, προκειμένου να συμβιβαστούν τα ασυμβίβαστα…

Όταν τα πολιτικά κόμματα της διακυβέρνησης δεν μπορούν να «γεφυρώσουν» δημιουργικά τις αντιθέσεις, όταν δεν μπορούν να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις, τότε επιστρατεύουν την αγορά για να λύσει αυτή τα προβλήματα. Ενώ ταυτόχρονα «αναθέτουν» στο Σύνταγμα να «νομιμοποιήσει» τις επιλογές τους… Σημεία των καιρών, που δεν μπορούν όμως να αναπαράγονται εσαεί… και μάλιστα ατιμωρητί…


Σχολιάστε εδώ