Λύσεις και όχι «μπαλώματα» στην εκπαίδευση

Τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ δεν αποκαλύπτουν μόνο τις διευρυνόμενες ανισότητες και το γνωσιακό «χάσμα» που οδηγεί ένα σημαντικό ποσοστό των υποψηφίων, άνω του 40%, εκτός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Γιατί ο τρόπος που «αναλύονται» τα αποτελέσματα αυτά, οι προτάσεις που διατυπώνονται από διάφορες πλευρές για την προοπτική, κυρίως των ΤΕΙ, αλλά και οι διαδικασίες που διαμορφώνονται σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας αποκαλύπτουν ένα σημαντικό θεωρητικο-γνωστικό «κενό» για τη σημασία και τον ρόλο της εκπαίδευσης στον σύγχρονο κόσμο. Οι επί μέρους «εμβαλωματικές» προτάσεις και απόψεις που διατυπώνονται -από τις πολιτικές ηγεσίες μέχρι τους φορείς των «τοπικών κοινωνιών»- μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις βασικές αντιλήψεις:

– Σύμφωνα με την πρώτη η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αποτελέσει τον «προθάλαμο» της ένταξης των νέων στον καταμερισμό της Εργασίας. Βασικό, συνεπώς, κριτήριο θα πρέπει να αποτελέσει ο «νόμος» της προσφοράς και ζήτησης. Αυτός ο «νόμος» θα διαμορφώσει μελλοντικά όχι μόνο το επιστημονικό περιεχόμενο της διδασκαλίας αλλά και τους επιστημονικούς τομείς που θα επιβιώσουν μέσα από τον ανταγωνισμό.

– Σύμφωνα με τη δεύτερη αντίληψη η εκπαίδευση πρέπει να αποτελέσει «μοχλό» κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης με αποκεντρωμένο, μάλιστα, χαρακτήρα. Προέχει, κατά συνέπεια, η εισροή, μέσω της ίδρυσης Πανεπιστημίων στην περιφέρεια, πόρων που δεν είναι κατ’ ανάγκην μόνο οικονομικοί, αφού η φοιτητική κοινότητα συγκροτεί έναν πυρήνα πολιτιστικής και κοινωνικής δραστηριότητας για την ίδια την περιφέρεια.

– Τέλος, η τρίτη, και λιγότερο δημοφιλής αντίληψη θεωρεί την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως ένα προνομιούχο χώρο μιας επιστημονικής-πνευματικής «ελίτ» ικανής να διαχειρισθεί τα επιτεύγματα της επιστήμης και της σύγχρονης γνώσης. Κατά συνέπεια, τόσο τα κριτήρια της αγοράς όσο και εκείνα της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης καθίστανται δευτερεύοντα.

Ασφαλώς κάθε μια από τις αντιλήψεις αυτές περιέχει έναν θετικό πυρήνα απόψεων. Όμως δεν παύει να προσεγγίζει αποσπασματικά το κρίσιμο θέμα της εκπαίδευσης στο σύγχρονο κόσμο.

Μια, πλέον ολοκληρωμένη, θεωρητική άποψη αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως ένα κεντρικό υποσύστημα που συνδέεται οργανικά με μια πλειάδα σημαντικών υποσυστημάτων όπως είναι η Γνώση, η Επιστήμη, η Οικονομική/παραγωγική Ανάπτυξη, ο Πολιτισμός. Όλο αυτό το πλήθος των υποσυστημάτων επηρεάζει ασφαλώς το εκπαιδευτικό σύστημα. Όμως το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα καθορίζει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τις λειτουργίες και την εξέλιξη των «περιφερειακών» του υποσυστημάτων. Γι’ αυτό ονομάζουμε συμβολικά τις σύγχρονες κοινωνίες «Κοινωνίες της Γνώσης».

Δεν μπορούν, συνεπώς, ούτε οι μηχανισμοί της Αγοράς ούτε τα επί μέρους τοπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα ούτε οι απόψεις κάποιων «ελίτ» να καθορίζουν τα γνωσιακά, δομο-λειτουργικά και αξιακά περιεχόμενα της εκπαίδευσης.

Πρέπει να αντιστρέψουμε, κατά συνέπεια τις τρέχουσες «λογικές». Δεν πρόκειται ποτέ π.χ. ένα τμήμα ΤΕΙ να συμβάλει στην τοπική ανάπτυξη (δεν εννοούμε βέβαια τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τις καφετέριες και τα εστιατόρια…), αν δεν δημιουργηθούν όροι και δομές ανάπτυξης. Μόνο αν προωθούνται επενδύσεις π.χ. σε νέες, τεχνολογικά σύγχρονες καλλιέργειες, σε νέους τρόπους αξιοποίησης των τοπικών ενεργειακών πόρων (π.χ. ηλιακή, αιολική ενέργεια), σε νέες τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες έχει νόημα η ύπαρξη και λειτουργία ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος.

Απαιτείται, κατά συνέπεια, ένας ευρύτερος σχεδιασμός όπου εκπαίδευση και παραγωγική ανάπτυξη θα διανύσουν κοινούς ή παράλληλους «δρόμους» και μόνο τότε η εκπαίδευση, η επιστημονική γνώση και η εξειδίκευση μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη και να αποτελέσουν ένα σταθερό κοινωνικο-οικονομικό «θεμέλιο» της τοπικής κοινωνίας.

Η εκπαίδευση όμως ταυτόχρονα πρέπει να διατηρήσει την επιστημονική – γνωσιακή της αυτονομία. Η σύγχρονη γνώση, η έρευνα, οι νέες μέθοδοι διδασκαλίας αποτελούν «πυρηνικό» στοιχείο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και η διαφύλαξη αυτού του «πυρήνα» προϋποθέτει καθηγητές αφοσιωμένους στο λειτούργημά τους, που παρακολουθούν τις εξελίξεις και παρεμβαίνουν -στο μέτρο των δυνατοτήτων τους- σε αυτές. Παράλληλα όμως προϋποθέτει φοιτητές/τριες με αγάπη στο επιστημονικό τους αντικείμενο, με σεβασμό στην ίδια τη γνώση, με συναίσθηση των ευθυνών τους ως πολιτών.

Στην πραγματικότητα όμως, ένα μεγάλο μέρος της κρίσιμης αυτής διδασκαλίας «χάνεται» στον «δρόμο» στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο – Λύκειο.

Χάνεται, κατ’ αρχάς, σε γνωσιακό επίπεδο. Γιατί η τραγική αποτυχία με το όριο του 10 αποκαλύπτει μια βαθιά εκπαιδευτική κρίση στα πιο σημαντικά για τον μαθητή και τη μαθήτρια χρόνια. Εκεί που διαμορφώνεται ο χαρακτήρας, η κριτική ικανότητα, η «κοσμοαντίληψη» του νέου ανθρώπου, εκεί που αποκτώνται θεμελιακές αξίες και πρότυπα τα οποία θα καθορίσουν τη ζωή του.

Σ’ αυτήν την κρίσιμη διαδικασία κοινωνικοποίησης του νέου ανθρώπου φαίνεται η τραγική αποτυχία του συστήματος. Και από εδώ πρέπει να ξεκινήσει μια συστηματική προσπάθεια αναθεώρησης και ανασυγκρότησης του εκπαιδευτικού συστήματος. Γιατί όταν φθάνουμε στο Πανεπιστήμιο έχουν ήδη παγιωθεί οι δομικές παραμορφώσεις του συστήματος.

Ας αποφύγουμε λοιπόν τις εμβαλωματικές «λύσεις», τους «μέσους όρους», την ικανοποίηση πελατειακών σχέσεων, τις πολιτικές – κομματικές «δουλειές», τις προσωπικές φιλοδοξίες και τις ιδιοτέλειες. Πριν η εκπαίδευση γίνει οριστικά βορά των μηχανισμών της αγοράς και της πολιτικής σκοπιμότητας.


Σχολιάστε εδώ