Πρώτο βήμα εμπλοκής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κυπριακό!

Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν έδειξε κατά τη συνάντησή του στο Παρίσι με τον κύπριο Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο ένα συγκαταβατικό πρόσωπο που απέχει πολύ από εκείνο που έδειξε κατά την προηγούμενη περίοδο, κατά την οποία ενήργησε κυριολεκτικά ως φερέφωνο της αγγλοαμερικανικής πολιτικής.

Μετά την άρνηση που εισέπραξε από τη Λευκωσία στις παρασκηνιακές κρούσεις που έκανε για ενδεχόμενη συζήτηση των προτάσεων Γκιουλ, δεν επέμεινε. Δέχθηκε σιωπηρά την κυπριακή άποψη ότι στόχος των τουρκικών προτάσεων ήταν η δημιουργία προσχήματος για την υπεκφυγή της Άγκυρας από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της ΕΕ, όπως κατά πρώτον λόγο η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως. Ο Κόφι Ανάν δήλωσε αντιθέτως, προς μεγάλη στενοχώρια της Άγκυρας, ότι «η Τουρκία έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις έναντι της ΕΕ, τις οποίες πρέπει να εκπληρώσει».

Η δήλωση αυτή μπροστά στον Πρόεδρο και στη σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας εξέπεμψε μια τηλεοπτική εικόνα που έχει διεθνώς το ιδιαίτερο βάρος της και τον συμβολισμό της.

Καταλυτική η στάση της Αυστριακής Προεδρίας

Η σχετική αλλαγή στάσεως του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ ήρθε ως συνέχεια της ομόφωνης αποφάσεως του Συμβουλίου Αντιπροσώπων της ΕΕ (ΚΟΡΕΠΕΡ), που επικυρώθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών τη Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου να αποσυνδέσει τους δύο Κανονισμούς που αφορούν την περιβόητη «άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων».

Υπενθυμίζεται ότι ο ένας Κανονισμός αφορά το εμπόριο στη λεγόμενη «Πράσινη Γραμμή» και την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τους Τουρκοκυπρίους. Ο άλλος αφορά το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο», το εμπόριο δηλαδή μεταξύ κατεχομένων και ΕΕ. Ο δεύτερος Κανονισμός απορρίπτεται, βεβαίως, με βδελυγμία από την ελληνική πλευρά. Είναι προφανές ότι ενδεχόμενη έγκρισή του θα οδηγούσε στην ντε φάκτο αναγνώριση των κατεχομένων ως χωριστής πολιτικής οντότητας, θα παρέγραφε σιωπηρά την τουρκική κατοχή και θα καθιστούσε τα κατεχόμενα ένα είδος Ταϊβάν της Μεσογείου, καθιστώντας αναπόδραστη στη συνέχεια μια «λύση» τύπου Ανάν για τη δήθεν «επανένωση» της Κύπρου.

Για την Άγκυρα και τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα η προώθηση του κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο» έγινε μόνιμη, σταθερή επιδίωξη, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Η επίτευξη του στόχου αυτού θα άνοιγε ουσιαστικά τον δρόμο για την εκβιαστική επαναφορά είτε του Σχεδίου Ανάν είτε ενός άλλου παρομοίου σχεδίου.

Για να προωθηθεί ο στόχος αυτός, υπό το κάλυμμα της προπαγάνδας για «την άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων» η τουρκική και η αγγλοαμερικανική πλευρά επέμεναν ανυποχώρητα στη σύνδεση των δύο κανονισμών και στην ταυτόχρονη έγκρισή τους ως πακέτου. Η κυπριακή κυβέρνηση κατέστησε σαφές, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2004, ότι δεν αντιτίθεται στην παροχή οικονομικής βοήθειας στους Τουρκοκυπρίους από την ΕΕ. Έθεσε γι’ αυτό μόνο δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, να μη παρακάμπτεται στη διαδικασία η κυπριακή κυβέρνηση. Δεύτερον, να μη χρησιμοποιηθεί η βοήθεια για την παράνομη εκμετάλλευση κατεχομένων ελληνοκυπρίων περιουσιών.

Η ΕΕ ενέκρινε την παροχή 259 εκατ. ευρώ στους Τουρκοκυπρίους. Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε όμως να τη δεχθεί, επιμένοντας στη σύνδεση των δύο Κανονισμών και αισθανόμενη ούριο άνεμο στα πανιά της από την ισχυρή αγγλοαμερικανική υποστήριξη.

Οι μεθοδεύσεις όμως για παράκαμψη του βέτο της ελληνικής πλευράς έπεσαν στο κενό. Ο ισχυρισμός ότι θα ήταν δυνατό να εγκριθεί ο Κανονισμός για το «απευθείας εμπόριο» με απλή πλειοψηφία, βάσει του άρθρου 133 που αφορά τρίτες χώρες, απερρίφθη από τη Νομική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η Αυστριακή Προεδρία ήρθε να δώσει λύση στο αδιέξοδο, αποδεχόμενη την κυπριακή πρόταση για διαχωρισμό των δύο Κανονισμών και θέτοντας χωριστά σε ψηφοφορία τον πρώτο Κανονισμό. Η Μ. Βρετανία, προς μεγάλη απογοήτευση της Άγκυρας, συνέπλευσε και δεν προέβαλε βέτο για σύνδεση των δύο Κανονισμών.

Το έκανε για δύο προφανείς λόγους. Πρώτον, γιατί δεν ήθελε να εκτεθεί ότι ψηφίζει εναντίον της παροχής οικονομικής βοήθειας στους Τουρκοκυπρίους, για την οποία κόπτεται και ενορχηστρώνει διεθνή εκστρατεία προπαγάνδας. Δεύτερον, γιατί εκτιμά ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να παρακαμφθεί το βέτο της ελληνικής πλευράς. Ελπίζει ότι μέσα από την έγκριση, υπό όρους, του δευτέρου Κανονισμού θα κατορθώσει στην πορεία να προωθήσει την ιδέα των δύο «ίσων» μερών, με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του αρμοδίου Επιτρόπου Όλι Ρεν. Σημειωτέον, στο δεύτερο κρίσιμο εξάμηνο του 2006 θα έχει την προεδρία στην ΕΕ η εντόνως επηρεαζόμενη από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα Φινλανδία.

Σημειώνεται ότι σε σχέση με τον δεύτερο Κανονισμό του «απευθείας εμπορίου», που θα συνεπαγόταν το άνοιγμα των κατεχομένων, λιμένων και αερολιμένων, η Λευκωσία πρότεινε το άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου υπό όρους. Συνέδεσε, συγκεκριμένα, το άνοιγμά του, πρώτον, με διακοινοτική συνδιαχείρισή του, υπό την εποπτεία της ΕΕ, με παρεμβολή των Έμπορο-Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων, δεύτερον, με επιστροφή της περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου στους έλληνες κατοίκους της και, τρίτον, με μορατόριουμ στην εκμετάλλευση και ανάπτυξη των κατεχομένων ελληνοτουρκικών περιουσιών.

Οι όροι αυτοί, ιδίως σε ό,τι αφορά την επιστροφή της Αμμοχώστου, περιελήφθησαν στην απόφαση του Συμβουλίου Αντιπροσώπων της ΕΕ, που επικυρώθηκε στη συνέχεια από το Συμβούλιο Υπουργών.

Η Άγκυρα αισθάνθηκε την απόφαση αυτή ως τριπλό διπλωματικό πλήγμα. Πρώτον, γιατί ο διαχωρισμός των δύο Κανονισμών και η χωριστή έγκριση της οικονομικής βοήθειας προς τους Τουρκοκυπρίους, με τη σύμφωνη γνώμη της κυπριακής κυβερνήσεως, αφήνει μετέωρη την προπαγάνδα της. Ότι δηλαδή η Κύπρος και όχι η τουρκική κατοχή είναι η αιτία του λεγομένου «οικονομικού αποκλεισμού των Τουρκοκυπρίων». Η τουρκική πλευρά βρίσκεται τώρα έκθετη μπροστά στο δίλημμα να δεχθεί την προσφερόμενη βοήθεια των 139 εκατ. ευρώ για το 2006 ή να την απορρίψει και να χρεωθεί διεθνώς την ευθύνη.

Δεύτερον, γιατί η εμπλοκή της ΕΕ στο θέμα της Αμμοχώστου, που αποτελεί το μεγάλο διαπραγματευτικό όπλο της τουρκικής πλευράς στις προσπάθειές της να εκβιάσει τη «λύση» που θέλει, ανησυχεί την Άγκυρα. Διαβλέπει σ’ αυτήν μια πρώτη αρχή εμπλοκής της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Η τουρκική πλευρά, όπως και ο αγγλοαμερικανικός παράγων, θέλουν να κρατήσουν το Κυπριακό εγκλωβισμένο στο ευνοϊκό γι’ αυτούς πλαίσιο του ΟΗΕ και να παρεμποδίσουν ν’ αξιοποιήσει το στρατηγικό πλεονέκτημα που αποτελεί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

Τρίτον, γιατί ο διαχωρισμός, των δύο Κανονισμών και η παραπομπή του Β’ Κανονισμού σε διαπραγματεύσεις για τη μερική εφαρμογή του υπό όρους, στην περίπτωση του λιμένος της Αμμοχώστου, και με αντάλλαγμα την επιστροφή της περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου, υποσκάπτει την προπαγάνδα για την «οικονομική απομόνωση των Τουρκοκυπρίων». Θέτει ταυτόχρονα στο περιθώριο τις προτάσεις Γκιουλ, ως βάση δήθεν για νέα διπλωματική πρωτοβουλία στο Κυπριακό.

Υπενθυμίζεται σχετικά ότι η πεμπτουσία των προτάσεων Γκιουλ είναι η προώθηση του «απευθείας εμπορίου», το άνοιγμα δηλαδή των κατεχομένων λιμένων και αερολιμένων, ως «αντάλλαγμα» για την εφαρμογή εκ μέρους της Τουρκίας του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως, που αποτελεί συμβατική της υποχρέωση έναντι της ΕΕ.

Συμφωνία στο Παρίσι για συνομιλίες σε τεχνικό επίπεδο και για μέτρα οικοδομήσεως εμπιστοσύνης

Μέσα λοιπόν στο σκηνικό αυτό και ως αποτέλεσμα παρασκηνιακών επαφών και συνεννοήσεων, συμφωνήθηκε στο Παρίσι μεταξύ του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν και του Προέδρου της Κύπρου Τάσσου Παπαδόπουλου να επαναληφθούν συνομιλίες τεχνικού χαρακτήρα σε διακοινοτικό επίπεδο. Οι συνομιλίες θα έχουν στόχο διερευνητικό και προπαρασκευαστικό για την επίσημη ανάληψη νέας πρωτοβουλίας, εφόσον αυτό καταστεί εφικτό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Κόφι Ανάν δεν έκανε καμιά αναφορά στο ομώνυμο σχέδιό του. Είναι μια εύγλωττη απάντηση στους ανεπιφύλακτους θιασώτες του σχεδίου αυτού και στις κασσανδρικές προειδοποιήσεις τους ότι η απόρριψή του θα επέφερε δήθεν την καταστροφή της Κύπρου. Ο χρόνος, που είναι «πάντων κριτής άριστος», όπως έλεγε ο Ευριπίδης, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Αρκεί μόνο να αναλογισθεί κανείς σε ποια κατάσταση θα βρισκόταν σήμερα η Κύπρος εάν είχε καταστεί δυνατή η επιβολή του ολεθρίου αυτού σχεδίου.

Η σημερινή, ανετότερη, φάση του Κυπριακού, δείχνει, με πολύ απτό τρόπο, πόσο ισχυρότερη και πλεονεκτικότερη θα ήταν η θέση της Κύπρου και συνολικά της ελληνικής πλευράς, εάν η ακολουθούμενη πολιτική και στρατηγική δεν εγκλωβιζόταν σε αβάσιμα ιδεολογήματα. Εάν αξιοποιούσε, με σταθερότητα και αποφασιστικότητα, τη θέση της Κύπρου στην ΕΕ ως χώρας μέλους και την υποχρέωση της Άγκυρας να ευθυγραμμισθεί με τις αυτονόητες ευρωπαϊκές αρχές στις σχέσεις της με όλες τις χώρες μέλη.

Τα όσα συμφωνήθηκαν στο Παρίσι για συνομιλίες σε τεχνικό επίπεδο και για προώθηση μέτρων οικοδομήσεως εμπιστοσύνης, συνιστούν στην πραγματικότητα κινήσεις αναμονής. Το άμεσο ζητούμενο είναι, κατά πρώτο λόγο το πώς θα αντιδράσει η ελληνική πλευρά, παράλληλα με τις άλλες χώρες μέλη, στην άρνηση της Άγκυρας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως στην περίπτωση της Κύπρου.

Το δεύτερο ζητούμενο είναι ο τρόπος και η αποφασιστικότητα, με την οποία θα διαπραγματευθεί η ελληνική πλευρά τούς όρους για το άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου, υπό καθεστώς διακοινοτικής συνδιαχειρίσεως, υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν είναι μυστικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επηρεάζεται άμεσα, δυστυχώς, από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα, ιδίως στο πρόσωπο του αρμοδίου για τη Διεύρυνση Επιτρόπου Όλι Ρεν. Η ελληνική πλευρά δεν πρέπει να αφήσει κανένα περιθώριο «εποικοδομητικής ασάφειας», που θα μπορούσε να γίνει όπλο εναντίον της, όταν θα έχει άρει το βέτο της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Πάνω στα παραπάνω δύο θέματα θα κριθεί στο άμεσο μέλλον η πορεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και η διαφύλαξη της ιστορικής προοπτικής που αντιπροσωπεύει η ΕΕ για μια δίκαιη λύση στο Κυπριακό και μια άλλη εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί εξωτερικών θεμάτων του Α. Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ